Το ιστολόγιο μας

Η Θεωρητική Κατεύθυνση του 1ου ΓΕΛ Αγίου Αθανασίου

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της Οδού Σερίφ. μικρός πολύ έφυγα, και αρκε­τό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέ­ρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά». Με αυτό το λιτό βιογραφικό σημείωμα συνοψίζει τη ζωή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933). «Πα­ραλείπει» στοιχεία, όπως ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης) και ότι έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μεγάλη ευμάρεια. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του (1870), όμως, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να εγκατασταθεί στην Αγγλία για έξι χρόνια (1872-1878). Έπειτα, επέστρεψαν για λίγο στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης φοίτησε στο εμπορικό Λύκειο «Ερμής», αλλ' έφυγαν και πάλι, λόγω πολιτικών ταραχών (1882), αυτή τη φορά για την Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν τρία χρόνια. Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1885 και έκτο­τε ο Καβάφης ελάχιστα ταξίδεψε, στο Παρίσι και το Λονδίνο (1897), καθώς και στην Αθήνα (1901 και 1903). Έζησε όλη τη ζωή του ήσυχα, από το 1907 στην οδό Λέψιους, όπου και δημιούργησε το έργο του. Εργάστηκε επί τριά­ντα χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στο Γραφείο Αρδεύσεων. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933.
Ο Καβάφης έγραψε τα πρώτα ποιήματά του στην καθαρεύουσα, αργότε­ρα όμως τα «αποκήρυξε». Σημαντική περίοδος στην ποιητική του δημιουρ­γία είναι η δεκαετία 1890-1900, κατά την οποία έγραψε αριστουργήματα, όπως τα ποιήματα «Τείχη», «Κεριά», «Ένας Γέρος», «Τα παράθυρα», «Πε­ριμένοντας τους βαρβάρους» κ.ά. Δέχτηκε επιδράσεις αρχικά από τον ρο­μαντισμό, έπειτα από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, ουσιαστικά όμως δημιούργησε καθαρά προσωπική ποίηση. Ο ίδιος ο Καβάφης έθεσε ως ορόσημο για την ποιητική του εξέλιξη το 1911 και διέκρινε τα ποιήματά του στα «προ του 1911» και «στα μετά το 1911». Τον χαρακτήριζε μια τάση τελειομανίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στη συνεχή επεξεργασία των ποι­ημάτων του και στον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο τα διακινούσε στους φί­λους του: στην αρχή σε «μονόφυλλα» (μικρά φυλλάδια), αργότερα σε «τεύ­χη» και έπειτα σε «συλλογές». Ουσιαστικά, τα διόρθωνε αδιάκοπα, γι' αυτό και εν ζωή δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό έργο του. Τα «αναγνω­ρισμένα» από τον ίδιο ποιήματα είναι μόνο 154 και η πρώτη συγκεντρωτική έκδοσή τους με τίτλο Ποιήματα έγινε μετά τον θάνατό του (1935) στην Αλε­ξάνδρεια. Έκτοτε, εκτός από τα «Αναγνωρισμένα», έχουν δημοσιευτεί και τα «Ατελή» ποιήματά του, ακόμα και όσα ο ίδιος είχε αποκηρύξει.
Κύριο γνώρισμα του Καβάφη είναι ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της γραφής του, που έγκειται στη χρήση ιδιότυπων εκφραστικών τρόπων, όπως της ειρωνείας, της πεζολογίας, της δραματικότητας, του ρεαλισμού κ.ά. Η συνηθέστερη πηγή έμπνευσής του είναι η ιστορία, από την οποία δανείζεται ποικίλα προσωπεία για να διατυπώσει γενικότερους προβληματισμούς για τον Άνθρωπο. Ιδιαίτερα έλκεται από τις εποχές παρακμής, αφορμή για να σαρκάσει για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, αλλά και να προβάλει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, ιδιαίτερα όταν μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται αντίθετες έννοιες, όπως το χρέος και η αδυνα­μία, η αξιοπρέπεια και η ροπή προς το «κακό», η επιθυμία και η «κοινωνι­κή ηθική», το «ναι» και το «όχι» κ.ά.
Ο Καβάφης διέκρινε τα ποιήματά του από την άποψη του περιεχομένου τους σε τρεις «περιοχές»: τη φιλοσοφική, την ιστορική και την ηδονική (ή αι­σθησιακή), συχνά όμως οι τρεις αυτές κατηγορίες συνυφαίνονται. Η γλώσ­σα του είναι δημοτική, ανάμεικτη με τύπους της καθαρεύουσας και «αντιποιητικά» στοιχεία, και ο στίχος του ιαμβικός ανομοιοκατάληκτος.
 Μανόλης Αναγνωστάκης
 Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπού­δασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο φοιτη­τικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστη­κε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ. 1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευ­σε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυ­κνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή, με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα, ποιήματά του μελοποίη­σαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου9.
Εξέδωσε τις εξής ποιητικές συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951), Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτι­κή έκδοση μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3 (1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα Ποιή­ματα 1941-1971 (1971).
Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978), Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Μετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ (1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Δύο ωδές-Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί-Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).

Γιώργος Ιωάννου
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Το 1955 άλλα­ξε επίσημα το επίθετό του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Το 1950 πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσ­σαλονίκης.
Από το 1958 ως το 1965 συνεργαζόταν με το λογοτεχνικό περιοδικό Λια-γώνιος και ήταν ο κυριότερος συνεργάτης του περιοδικού Ελεύθερη γενιά,
^    που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας από το 1976 ως το 1981. ^
Για το Λικό μας αίμα πήρε το 1980 το πρώτο Κρατικό βραβείο πεζογρα­φίας. Το 1982 κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέντρο Διερχομένων με έντεκα τρα­γούδια σε στίχους δικούς του και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Το πεζό του Η δασκάλα έγινε ταινία και το 1983 κυκλοφόρησε η κασέτα Γιώργος Ιωάν­νου - Διηγήματα, όπου ο ίδιος διαβάζει τα κείμενά του: Οι τσιρίδες, Τα κε­φάλια, Παναγιά η Ρευματοκρατόρισσα, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας και Ομίχλη.
Το Φεβρουάριο του 1985 πέθανε μετά από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Έγραψε Ηλιοτρόπια, Ποιήματα (1954), Τα Χίλια Δέντρα, Ποιήματα (1963), Για ένα φιλότιμο, Πεζογραφήματα (1964), Η Σαρκοφάγος, Πεζογρα­φήματα (1971), Η μόνη κληρονομιά, Διηγήματα (1974), Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα (1978), Ομόνοια, Πεζογράφημα (1980), Επιτάφιος θρήνος, Διηγήματα (1980), Πολλαπλά κατάγματα, Πεζογράφημα (1981), Κοιτάσματα, Πεζά κείμενα (1981), Καταπακτή, Πεζογραφήματα (1982), Εφήβων και Μη, Πεζά κείμενα (1982), Η Μεγάλη Άρκτος, Θεατρικός μονόλογος, Περιοδικό Θέατρο (1981), Το αυγό της κότας, Θεατρικό (1981), Εύφλεκτη χώρα, Πεζά κείμενα (1982), Αλεξάνδρεια,(1916), Ημερολόγιο Φιλίππου Λραγούμη, (1984), Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Πεζογραφήματα (1984), Ο της φύσεως έρως, Δοκίμια (1985), Ο Πίκος και η Πίκα, Παραμύθι (1986), Φυλλάδιο, Περιοδικό πνευματικής ζωής, Τεύχη 8 (1978-1985), Τα δημοτικά μας τραγούδια, (1966). Επιμελήθηκε: Μαγικά παραμύθια του Ελληνι­κού λαού (1966), Παραλογές, (1970), Καραγκιόζης, Τόμοι 3 (1971-2), Τα πα­ραμύθια του λαού μας, (1973).
Μετέφρασε: Τα Τραγούδια της Σιλεσίας του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπεζρούτς (1959), Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980).
Ο Γιώργος Ιωάννου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Αντλεί τα θέματά του κυρίως από βιώματα και το έργο του κινείται ανάμεσα σε εξομολογήσεις και εσωτερικούς μονολόγους, αγγίζοντας πάντα τις έννοιες έρωτας και θά­νατος. Στα περισσότερα πεζογραφήματά του επικρατεί μια έντονη ποιητι­κή διάθεση. Η λογοτεχνική, αλλά και η άλλη πεζογραφική, παραγωγή του χαρακτηρίζονται από μια άψογη γλώσσα και πρωτοτυπία ως προς το ύφος και ως προς το είδος, γιατί ο Γ.Ι. δημιούργησε ένα νέο είδος πεζού λόγου το "πεζογράφημα", όπως το ονομάζει. Πρόκειται για σύντομες πρόζες με ανάμεικτα χαρακτηριστικά διηγήματος, χρονικού ή δοκιμίου, που συμπλη­ρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα, και από τα οποία απουσιάζει ο διάλογος. Είναι αυτό που λέει στο Εις εαυτόν: "κάτι σαν εξομολογητικό δοκίμιο".

Γιώργης Παυλόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διέμενε από το 1951 μέχρι το 2008, που πέθανε. Υπήρξε ιδρυτικό και δρα­στήριο μέλος του «Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως βοηθός λογιστή και ως γραμματέ­ας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1943 δημοσιεύο­ντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε τις εξής ποιητικές συλ­λογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάικου (1990), Λίγος άμμος (1997), Πού είναι τα πουλιά; (2004). Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση». Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά.
Ο Γιώργης Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιη­τών. Η ποίησή του είναι σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος, τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική, αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει γερά στην παράδοση (δη­μοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια γλώσσα ρωμα­λέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δη­μιουργεί, διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική διάρθρωση.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012


Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
 Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, το 1849. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία σχετικά με την οικογε­νειακή κατάστασή του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι έχασε μικρός τον πατέρα του και μαζί με τα αδέρφια του μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και στερήσεις με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα τους, για την οποία ο συγγραφέας έτρεφε αισθήματα λατρείας. Παιδί στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μαθητευόμε­νος σε ραφτάδικο. Στη συνέχεια, τον πήρε υπό την προστασία του ο έμπο­ρος Γιάγκος Γεωργιάδης, δίπλα στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την εκκλη­σία και τα γράμματα. Ακολούθησε η μακρά παραμονή του στην Κύπρο, όπου θήτευσε στην καλογερική ζωή με σκοπό να γίνει κληρικός. Η θερμή φύση του όμως και η μεγάλη του επιθυμία για μόρφωση τον έφεραν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχιερέας Σύρου Λυκούργος τον σύστησε στον φιλάνθρωπο Γ. Χασιώτη, με τη βοήθεια του οποίου φοίτησε στην ιερατική σχολή της Χάλκης. Εκεί γνωρίστηκε με τον τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη και άρχισε ουσιαστικά η ενασχόλησή του με την ποίηση.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βιζυηνού, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια (1873), προκάλεσε επαινετικά σχόλια, που έγιναν αφορμή να γνωριστεί με τον μαικήνα της εποχής, Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον πήρε έκτοτε υπό την προστασία του. Τον Σεπτέμβριο του 1873 ήλθε στην Αθήνα, τελειόφοιτος μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του είχε φέρει από τη Χάλκη το επικολυρικό ποίημα «Κόδρος», το οποίο ξαναδουλεμένο υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο (διαγωνιζόμε­νος με μεγάλα ονόματα της εποχής). Αφού φοίτησε μια χρονιά στη Φιλοσο­φική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας, όπου άρχισε η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του. Σπούδασε φιλολο­γία, φιλοσοφία, ψυχολογία και αισθητική και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική εκδόθηκε στη Λειψία.
Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Βιζυηνός μελετούσε γερ­μανική λογοτεχνία, κλασική και νεότερη, και έγραφε συνεχώς στίχους. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε η συλλογή Αρες, μάρες, κουκουνάρες, την οποία υπέβαλε, το 1876, στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, κερδίζοντας και πάλι το βραβείο. Αργότερα αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον «σο­βαρό» τίτλο Βοσπορίδες Αύραι.
Με αφετηρία τη Γερμανία, ο Βιζυηνός ταξίδεψε στη γενέτειρα Βιζύη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύ­ουσα γνωρίστηκε με τον Δ. Βικέλα. 'Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα το εν­διαφέρον της πνευματικής ζωής στρεφόταν στις λαογραφικές μελέτες, οι οποίες στόχευαν να αναδείξουν τη συνέχεια του ελληνισμού. Με παρακίνη­ση του Βικέλα, ο Βιζυηνός στράφηκε στις παιδικές μνήμες και στα βιώματά του και άρχισε να γράφει τα αυτοβιογραφικά διηγήματα, τα οποία έμελλαν να του χαρίσουν δάφνες.
Η ζωή, όμως, δεν στάθηκε μέχρι το τέλος γενναιόδωρη απέναντί του. Με­τά τον θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, το 1884, πέρασε μια δύσκολη οικο­νομικά περίοδο, στα προβλήματα της οποίας δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει. Βυθίστηκε σε μια ψύχωση και, μαζί, στη δίνη ενός παράλογου έρωτα για τη μικρή Μπετίνα Φραβασίλη, στο παιδικό προσωπάκι της οποίας ο διαταραγ­μένος πλέον νους του συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες για ευτυχία και αναγνώ­ριση. Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, όπου πέθανε, στις 15-4-1896.
Το λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έχει οργανική σχέση με την περιπέτεια της ζωής του. Τα παιδικά βιώματα της Βιζύης και τα ερεθίσματα που εί­χε, τόσο από τη γνωριμία του με φωτισμένους άνδρες της εποχής όσο και από τα συνεχή ταξίδια του, υπήρξαν η βάση για το ποιητικό και το πεζογρα­φικό του έργο. Αναδείχθηκε αξιόλογος ποιητής με τις συλλογές Ατθίδες αύραι, Βοσπορίδες αύραι, τα παιδικά ποιήματα και τις μπαλάντες του (βαλλί-σματα). Την επίζηλη όμως θέση στα ελληνικά γράμματα την κατέκτησε με το πεζογραφικό έργο του, δηλαδή με τα αυτοβιογραφικής αφετηρίας διηγήμα-τά του, και, κατά δεύτερο λόγο, με τις αισθητικές και φιλολογικές μελέτες του, μεταξύ των οποίων είναι: η διδακτορική του διατριβή που αναφέρθηκε παραπάνω, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω, Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας, κ.ά.
Τα διηγήματα γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1883-1895 και είναι, κατά χρο­νολογική σειρά έκδοσης: Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Αι συνέπειαι της πα­λαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Μοσκώβ Σελήμ.
Με βάση τα θρακιώτικα βιώματα, τη φαναριώτικη λογιοσύνη και την ευ­ρωπαϊκή μόρφωση, ο Βιζυηνός έγραψε τα διηγήματά του τηρώντας το μέτρο της αισθητικής σε όλα τα επίπεδα: στο περιεχόμενο (μη ξεπέφτοντας σε μελοδραματισμούς), στη γλώσσα (κρατώντας τα ζωντανά λαϊκά και λόγια στοι­χεία), στη διαγραφή των χαρακτήρων (διατηρώντας τους ήρωές του στις αν­θρώπινες διαστάσεις τους). Αναδεικνύεται έξοχος ανατόμος της ανθρώπι­νης ψυχής, η οποία αντιπαραβάλλει στην αδυσώπητη μοίρα τη δύναμη και το μεγαλείο της.




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εργογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μη­τέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέ­ξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-62) στην ιδιαίτερη πατρί­δα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομι­κών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και παρακολού­θησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και περι­οδικά της εποχής (Ραμπαγάς, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνε­σαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφ­σκι, Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθ­μη και μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμέ­νη ανάμεσα στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επι­σκέψεις του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Το Μάρτιο του 1908, λίγο πριν εγκαταλείψει την πρω­τεύουσα, οργανώνεται στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πε­θαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.
Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντι­νούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην Αθήνα έκανε την πρώτη του εμ­φάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολου­θούν τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882, στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884, στην εφημερίδα Ακρόπολις), το ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885, στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς. Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.). Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμέ­να σε βιβλίο.
Το έργο του Παπαδιαμάντη απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διη­γήματα και μυθιστορήματα), μερικά ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυ­άριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Σύμφωνα με την πρό­ταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986: 57-60), το πεζό αφηγη­ματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος (1887-1896), που εγκαινιάζε­ται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το «Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις), περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα πιο αντιπροσωπευτι­κά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), : «Μαυρομαντη-λού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος (1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακο-λύτρια» (1900), «Υπό την Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά το θάνατο του συγγρα­φέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα: «Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).
Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφι­κή, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστι­κή προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφη­γήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).

 Αὐτοβιογραφικὸ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Τὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ὁ πεζογράφος γιὰ τὸν ἑαυτό του κατὰ παράκληση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη ἀναφέρει ὅτι:
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π.»

Μαρία Πολυδούρη
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολο­κλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσ­σηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νο­μαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστη­μα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραι­ότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυω­τάκη. Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Απαντά της). Οι στίχοι της εί­ναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Νεορομαντισμού και του Νεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθη­μάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.


Νίκος Εγγονόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ποιητής και ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθή­να το 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη και μητέρα Αθηναία. Τα παιδι­κά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκλήρωσε στο Παρίσι και επέστρεψε για να υπηρετήσει τη θητεία του. Η οικογένειά του τον προόριζε για γιατρό, αλλά ο ίδιος γράφτη­κε (1932) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε καθη­γητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτη­τές του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτηση του από τη Σχολή, μαθήτευσε πλάι στον Φ. Κόντογλου.
Το 1940-41 στρατεύτηκε και υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Συνελήφθη αιχμάλωτος των Γερμανών και κρατήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου κατάφερε να δραπετεύσει. Διετέλεσε επιμελητής, στη συνέχεια τακτι­κός καθηγητής (1964-73) και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθη­γητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Πέθανε το 1985 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο με δημόσια δαπάνη.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1938, από τις σελίδες του περιοδι­κού Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, η οποία προκάλε σε εντονότατες αντιδράσεις, ως και την παρωδία των ποιημάτων του, ελλεί­ψει ίσως άλλων, σοβαρότερων, επιχειρημάτων. Την επόμενη χρονιά (1939), εξέδωσε Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, συλλογή που γνώρισε ανάλογη υπο­δοχή. Αντίθετα, το επόμενο συνθετικό του ποίημα Μπολιβάρ που εκδόθηκε στο τέλος της κατοχής (1944), γνώρισε θετική υποδοχή, είτε γιατί το αναγνω­στικό κοινό αισθανόταν πλέον πιο εξοικειωμένο με τη νεωτερική ποιητική έκφραση, είτε γιατί διαβάστηκε με υπερτονισμένη την εθνική του διάσταση. Οι επόμενες ποιητικές συλλογές, Η επιστροφή των πουλιών (1946) και Ελευ-σις16 (1948), αντιμετωπίστηκαν, επίσης, θετικά, ενώ το βιβλίο του Εν ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957) απέσπασε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έπειτα από μια εικοσαετία κυκλοφόρησε την τελευταία του ποιητική συλλογή, Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες (1975), η οποία περιλαμβάνει και μεταφράσεις ξέ­νων ποιημάτων (Δάντη, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, κ.ά.) και τιμήθηκε, επίσης, με το κρατικό ποιητικό βραβείο. Το 1980 κυκλοφόρησε το μελέτημά του Ο Κα­ραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών, ενώ δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1987, συγκεντρώθηκαν σε μια έκδοση με τον τίτλο Πεζά Κείμενα ποι­κίλα σημειώματα, άρθρα κ.λπ. του ποιητή. Τέλος, το 1993 εκδόθηκε μια σειρά επιστολών του προς τη σύζυγό του Λένα, υπό τον γενικό τίτλο και σ' αγα­πώ παράφορα.
Ποιητικές συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα κλειδοκύμ­βαλα της Σιωπής (1939), Επτά ποιήματα (1944), Η Επιστροφή των Πουλιών (1946), Ελευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957), Ποιήματα Α' και Β' (1977, συγκεντρωτική έκδοση των προηγούμενων συλλογών, μαζί με το εκτε­νές ποίημα Ο Ατλαντικός), Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Ποιήματα: Μπολιβάρ (1944), Ο Ατλαντικός (1954), Η Εικών (1962), Σύντομος βιογρα­φία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (1968), Των ιερών Εβραίων (1969), Ου δύναταίτις δυσίκυρίοις δουλεύειν (1969), Ημπαλλάντα του Ισιδώρου-Σι-δερή Στέικοβιτς (1971), Η σημαία (1972), Ένα όνειρο: η ζωή (1972), Ηβυκάνη (1974), Η Γιαβουκλού (1981), Τα γαρούφαλα (1983). Ζωγραφική: Για τη Ζωγραφική (1963), Ελληνικά Σπίτια - Λεύκωμα με έγχρωμους πίνακες (1972). Μελέτες, κείμενα, επιστολές: Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών (1980), Πεζά Κείμενα (1987), ... και σ' αγαπώ παράφορα, Γράμματα στην Λένα 1959-1967 (1993).

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012


ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ 1798-1857 - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Η οικογένεια των Σολωμών εντοπίζεται στη Ζάκυνθο από το 1670. έλκει την καταγωγή της από την Κρήτη, από την οποία αποχώρησε για να εγκατασταθεί στα Επτάνησα μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1669. με την εγκατάστασή τους στα Επτάνησα τους αναγνωρίστηκε το δικαίωμα να διατηρήσουν τα προνόμια που είχαν και στην Κρήτη και επιπλέον τους αναγνωρίστηκε και ο τίτλος του κόντε.
Ο Διονύσιος γεννήθηκε το 1798 από την Αγγελική Νίκλη, υπηρέτρια στο σπίτι του κόντε Νικόλαου Σολωμού, και τον ϊδιο τον κόντε. Βέβαια, ο κόντες ήταν ήδη νυμφευμένος με τη Μαρνέττα Κάκνη και είχε δύο γιους από αυτό το γάμο. Με τη Νίκλη συζούσε από το 1796, αμέσως μετά δηλαδή, το θάνατο της συζύγου του. Το Φεβρουάριο του 1807 ο κόντες πέθανε. Πριν το θάνατό του, όμως, νυμφεύθηκε την Αγγελική Νίκλη και με διαθήκη του ζητούσε να θεωρηθούν ο Διονύσιος και ο Δημήτριος Σολωμός νόμιμα τέκνα του.
Τον Αύγουστο του 1807 η Νίκλη παντρεύεται το Μανόλη Λεονταράκη, με τον οποίο θα αποκτήσει δύο παιδιά.
Ο νεαρός Διονύσιος τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Ζάκυνθο. Το 1808 όμως φεύγει στην Ιταλία μετά από προτροπή και με τη συνοδεία του Don Santo Rossi. Το 1815 γράφεται για νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Παβίας. Από την περίοδο αυτή γνωρίζουμε την μεγάλη αγάπη που έτρεφε για τη μητέρα και τον αδελφό του από την αλληλογραφία του. Το 1818 επιστρέφει στη Ζάκυνθο. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία είχε ήδη αρχίσει να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Μετά την επιστροφή του αρχίζει να γράφει και στα ελληνικά επηρεασμένος από τον Τρικούπη και έχοντας μελετήσει την ποίηση του Βηλαρά και του Χριστόπουλου. Το 1823 γράφει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Από το 1823 ως το τέλος της ζωής του γράφει ποιήματα ή και μεγαλύτερα συνθέματα υψηλής ποιητικής πνοής, τα οποία επεξεργάζεται ξανά και ξανά κρατώντας σημειώσεις και προσπαθώντας να αποδώσει βαθιά νοήματα, συναισθήματα και προσδοκίες και να τα τελειοποιήσει. Εξάλλου, γνωρίζουμε πόσο έχει επηρεαστεί από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των συμπατριωτών του.
Το 1833 ο Ιωάννης Λεονταράκης, ο πρώτος γιος από το γάμο της Νίκλη με το Λεονταράκη και ετεροθαλής αδελφός του Σολωμού, κάνει αγωγή στους αδελφούς Σολωμού διεκδικώντας μερίδιο από την περιουσία τους ως γνήσιος γιος του κόντε, παρόλο που είχε γεννηθεί δύο περίπου χρόνια μετά το θάνατο του κόντε (!). Δεν ήταν όμως το μόνο πλήγμα για το Σολωμό αυτό∙ το χειρότερο ήταν ότι η μητέρα του, την οποία υπεραγαπούσε, πήρε το μέρος του Ιωάννη Λεονταράκη σε αυτή τη δικαστική διαμάχη. [Υποστηρίζεται δε από πολλούς μελετητές του Σολωμού ότι αυτός είναι ο λόγος που στο έργο του υπάρχουν γυναικείες μορφές εξιδανικευμένες, αφού επέλεγε να τις παρουσιάζει όπως επιθυμούσε και ονειρευόταν να είναι η μητέρα του. χαρακτηριστικό παράδειγμα η Φεγγαροντυμένη ή η Μητέρα-Πατρίδα, η Ελευθερία στο Γ΄Σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»]
Τελικά οι δύο αδελφοί δικαιώνονται στο δικαστήριο μετά από μακροχρόνια δικαστική διαμάχη. Αναφορικά με τη μητέρα του, την είχε ήδη αποκληρώσει πριν τελεσιδικήσει η υπόθεση, βαθύτατα πικραμένος από τη στάση της.
Όλο αυτό το διάστημα ο ποιητής δεν σταμάτησε να γράφει συνθέσεις, τις οποίες άλλοτε τις παρουσίαζε ο ίδιος και άλλοτε τις εξέδιδε ανωνύμως.
Το 1851 παθαίνει εγκεφαλική συμφόρηση, ίσως απότοκο της πίκρας που κουβαλούσε στην ψυχή του. Το 1856 απομονωμένος από τον κύκλο του όλο πλην του Ιάκωβου Πολυλά παθαίνει σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο θάνατος τον βρήκε 9/21 Φεβρουαρίου 1857.  Ο Ιάκωβος Πολυλάς θα εκδώσει μετά το θάνατό του τα «Ευρισκόμενα». Το 1865 επί υπουργίας Δ. Βουδούρη ο Ν. Μάντζαρος μελοποίησε τις δύο πρώτες στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», οι οποίες καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος της Ελλάδας.

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Η ύλη των πανελλαδικών εξετάσεων για τη χρονιά 2012-13. Για να σας γλιτώσουμε από κόπο, να επισημάνουμε ότι είναι ακριβώς ίδια με πέρσι. Άντε, και επισήμως να ευχηθούμε καλό διάβασμα και καλή επιτυχία!!!
 http://www.alfavita.gr/exetasteaG2012_2013.pdf

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Η ύλη της ιστορίας τη χρονιά που μας πέρασε...

δεν αναμένονται αξιοσημείωτες μεταβολές, αλλά δεν παύει να είναι ενδεικτική


Από το βιβλίο “Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας” της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης των Γ. Μαργαρίτη, Αγ. Αζέλη, Ν. Ανδριώτη, Θ. Δετοράκη, Κ. Φωτιάδη, έκδοση Ο.Ε.Δ.Β. 2011.
Ι. ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Γ. Οι οικονομικές εξελίξεις κατά τον 20ο αιώνα, σ. 42-54
ΙΙ. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1821-1936)
Β. Χειραφέτηση και αναμόρφωση (1844-1880), σ. 70-79
Γ. Δικομματισμός και εκσυγχρονισμός (1880-1909), σ. 80-88
Δ. Ανανέωση-Διχασμός (1909-1922), σ. 89-98
ΙΙΙ. ΤΟ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1821-1930)
Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα, σ. 116
Πρόσφυγες στην Ελλάδα κατά τον 20ο αιώνα, σ. 137
Α. Προσφυγικά ρεύματα κατά την περίοδο 1914-1922, σ. 138-143
Β. Μικρασιατική καταστροφή, σ. 144-152
Γ. Η αποκατάσταση των προσφύγων, σελ. 153-159
Δ. Η αποζημίωση των ανταλλαξίμων και η ελληνοτουρκική προσέγγιση, σ. 160-162
Ε. Η ένταξη των προσφύγων στην Ελλάδα, σ. 163-169
ΙV. ΤΟ ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΚΑΤΑ ΤΟ 19ο ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ.
Ε. Η περίοδος της αυτονομίας και η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, σ. 206-220
V. ΠΑΡΕΥΞΕΙΝΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Δ. Ο Παρευξείνιος Ελληνισμός το 19ο και 20ο αιώνα, σ. 245-254.