Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
«Είμαι
Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα
σπίτι της Οδού Σερίφ. μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της
παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν
μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην
εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην
Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου
εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Έργων
της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά». Με αυτό το λιτό
βιογραφικό σημείωμα συνοψίζει τη ζωή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933). «Παραλείπει»
στοιχεία, όπως ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν
μεγαλέμπορος και η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης) και
ότι έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μεγάλη ευμάρεια. Ο αιφνίδιος θάνατος του
πατέρα του (1870), όμως, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Αλεξάνδρεια
και να εγκατασταθεί στην Αγγλία για έξι χρόνια (1872-1878). Έπειτα, επέστρεψαν
για λίγο στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης φοίτησε στο εμπορικό Λύκειο «Ερμής»,
αλλ' έφυγαν και πάλι, λόγω πολιτικών ταραχών (1882), αυτή τη φορά για την
Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν τρία χρόνια. Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1885
και έκτοτε ο Καβάφης ελάχιστα ταξίδεψε, στο Παρίσι και το Λονδίνο (1897),
καθώς και στην Αθήνα (1901 και 1903). Έζησε όλη τη ζωή του ήσυχα, από το 1907
στην οδό Λέψιους, όπου και δημιούργησε το έργο του. Εργάστηκε επί τριάντα
χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στο Γραφείο Αρδεύσεων. Πέθανε την ημέρα των
γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933.
Ο Καβάφης έγραψε τα πρώτα ποιήματά
του στην καθαρεύουσα, αργότερα όμως τα «αποκήρυξε». Σημαντική περίοδος στην
ποιητική του δημιουργία είναι η δεκαετία 1890-1900, κατά την οποία έγραψε
αριστουργήματα, όπως τα ποιήματα «Τείχη», «Κεριά», «Ένας Γέρος», «Τα παράθυρα»,
«Περιμένοντας τους βαρβάρους» κ.ά. Δέχτηκε επιδράσεις αρχικά από τον ρομαντισμό,
έπειτα από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, ουσιαστικά όμως δημιούργησε
καθαρά προσωπική ποίηση. Ο ίδιος ο Καβάφης έθεσε ως ορόσημο για την ποιητική
του εξέλιξη το 1911 και διέκρινε τα ποιήματά του στα «προ του 1911» και «στα
μετά το 1911». Τον χαρακτήριζε μια τάση τελειομανίας, η οποία αντικατοπτρίζεται
στη συνεχή επεξεργασία των ποιημάτων του και στον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο
τα διακινούσε στους φίλους του: στην αρχή σε «μονόφυλλα» (μικρά φυλλάδια),
αργότερα σε «τεύχη» και έπειτα σε «συλλογές». Ουσιαστικά, τα διόρθωνε
αδιάκοπα, γι' αυτό και εν ζωή δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό έργο του.
Τα «αναγνωρισμένα» από τον ίδιο ποιήματα είναι μόνο 154 και η πρώτη
συγκεντρωτική έκδοσή τους με τίτλο Ποιήματα έγινε μετά τον θάνατό του
(1935) στην Αλεξάνδρεια. Έκτοτε, εκτός από τα «Αναγνωρισμένα», έχουν
δημοσιευτεί και τα «Ατελή» ποιήματά του, ακόμα και όσα ο ίδιος είχε αποκηρύξει.
Κύριο γνώρισμα του Καβάφη είναι ο
πρωτοποριακός χαρακτήρας της γραφής του, που έγκειται στη χρήση ιδιότυπων
εκφραστικών τρόπων, όπως της ειρωνείας, της πεζολογίας, της δραματικότητας, του
ρεαλισμού κ.ά. Η συνηθέστερη πηγή έμπνευσής του είναι η ιστορία, από την οποία
δανείζεται ποικίλα προσωπεία για να διατυπώσει γενικότερους προβληματισμούς για
τον Άνθρωπο. Ιδιαίτερα έλκεται από τις εποχές παρακμής, αφορμή για να σαρκάσει
για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, αλλά και να προβάλει την τραγική διάσταση της
ανθρώπινης φύσης, ιδιαίτερα όταν μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται αντίθετες
έννοιες, όπως το χρέος και η αδυναμία, η αξιοπρέπεια και η ροπή προς το
«κακό», η επιθυμία και η «κοινωνική ηθική», το «ναι» και το «όχι» κ.ά.
Ο Καβάφης διέκρινε τα ποιήματά του από την άποψη του
περιεχομένου τους σε τρεις «περιοχές»: τη φιλοσοφική, την ιστορική και την
ηδονική (ή αισθησιακή), συχνά όμως οι τρεις αυτές κατηγορίες συνυφαίνονται. Η
γλώσσα του είναι δημοτική, ανάμεικτη με τύπους της καθαρεύουσας και «αντιποιητικά»
στοιχεία, και ο στίχος του ιαμβικός ανομοιοκατάληκτος.
Μανόλης
Αναγνωστάκης
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε
στη Θεσσαλονίκη το 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη
Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το
1978 στην Αθήνα, όπου και μετεγκαταστάθηκε. Για την πολιτική του δράση στο
φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε
σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Εμφανίστηκε στα γράμματα από το περιοδικό Πειραϊκά
Γράμματα (1942) και το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944). Του
τελευταίου περιοδικού διετέλεσε και αρχισυντάκτης, από το τεύχος 1 (15 Φεβρ.
1944) μέχρι και το 11-12 (1 και 15 Οκτ. 1944). Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά
σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα Αυγή,
με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό Κριτική
(Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ
κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά. Ακόμα,
ποιήματά του μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, η Αγγελική
Ιονάτου και ο Μιχάλης Γρηγορίου9.
Εξέδωσε τις εξής ποιητικές
συλλογές: Εποχές 1 (1945), Εποχές 2 (1948), Εποχές 3 (1951),
Η Συνέχεια (1954), Τα ποιήματα 1941-1956, συγκεντρωτική έκδοση
μαζί με τις Παρενθέσεις και τη Συνέχεια 2 (1956), Η Συνέχεια 3
(1962) και Ο Στόχος (1970). Όλο του το έργο εκδίδεται με τον τίτλο Τα
Ποιήματα 1941-1971 (1971).
Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο
και τον πεζό λόγο: Τα υπέρ και κατά (1965), Αντιδογματικά (1978),
Το περιθώριο (πεζό) (1979), Τα συμπληρωματικά (1985), Ο
ποιητής Μανούσος Φάσσης, (1987). Μετέφρασε: τρία ποιήματα του Απολλιναίρ
(1944), δύο ωδές του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Δύο ωδές-Ωδή στον Σαλβαντόρ
Νταλί-Ωδή στον Ουόλτ Ουίτμαν (1949).
Γιώργος Ιωάννου
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος
Ιωάννου γεννήθηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Το 1955 άλλαξε επίσημα το επίθετό
του, από Σορολόπης σε Ιωάννου. Το 1950 πήρε το πτυχίο Φιλολογίας από τη
Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Από το 1958
ως το 1965 συνεργαζόταν με το λογοτεχνικό περιοδικό Λια-γώνιος και ήταν
ο κυριότερος συνεργάτης του περιοδικού Ελεύθερη γενιά,
^ που εξέδιδε το Υπουργείο Παιδείας από το
1976 ως το 1981. ^
Για το Λικό
μας αίμα πήρε το 1980 το πρώτο Κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Το 1982
κυκλοφόρησε ο δίσκος Κέντρο Διερχομένων με έντεκα τραγούδια σε στίχους
δικούς του και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Το πεζό του Η δασκάλα έγινε
ταινία και το 1983 κυκλοφόρησε η κασέτα Γιώργος Ιωάννου - Διηγήματα, όπου
ο ίδιος διαβάζει τα κείμενά του: Οι τσιρίδες, Τα κεφάλια, Παναγιά η
Ρευματοκρατόρισσα, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας και Ομίχλη.
Το Φεβρουάριο
του 1985 πέθανε μετά από μετεγχειρητικές επιπλοκές. Έγραψε Ηλιοτρόπια, Ποιήματα
(1954), Τα Χίλια Δέντρα, Ποιήματα (1963), Για ένα φιλότιμο, Πεζογραφήματα
(1964), Η Σαρκοφάγος, Πεζογραφήματα (1971), Η μόνη κληρονομιά, Διηγήματα
(1974), Το δικό μας αίμα. Πεζογραφήματα (1978), Ομόνοια, Πεζογράφημα
(1980), Επιτάφιος θρήνος, Διηγήματα (1980), Πολλαπλά κατάγματα, Πεζογράφημα
(1981), Κοιτάσματα, Πεζά κείμενα (1981), Καταπακτή, Πεζογραφήματα
(1982), Εφήβων και Μη, Πεζά κείμενα (1982), Η Μεγάλη Άρκτος, Θεατρικός
μονόλογος, Περιοδικό Θέατρο (1981), Το αυγό της κότας, Θεατρικό (1981), Εύφλεκτη
χώρα, Πεζά κείμενα (1982), Αλεξάνδρεια,(1916), Ημερολόγιο
Φιλίππου Λραγούμη, (1984), Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Πεζογραφήματα
(1984), Ο της φύσεως έρως, Δοκίμια (1985), Ο Πίκος και η Πίκα, Παραμύθι
(1986), Φυλλάδιο, Περιοδικό πνευματικής ζωής,
Τεύχη 8 (1978-1985), Τα δημοτικά μας τραγούδια, (1966).
Επιμελήθηκε: Μαγικά παραμύθια του Ελληνικού λαού (1966), Παραλογές, (1970),
Καραγκιόζης, Τόμοι 3 (1971-2), Τα παραμύθια του λαού μας, (1973).
Μετέφρασε: Τα
Τραγούδια της Σιλεσίας του Τσέχου ποιητή Πετρ Μπεζρούτς (1959), Ευριπίδη, Ιφιγένεια
η εν Ταύροις (1969), Στράτωνος Μούσα Παιδική (1980).
Ο Γιώργος
Ιωάννου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους αξιολογότερους πεζογράφους της
μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Αντλεί τα θέματά του κυρίως από βιώματα και το
έργο του κινείται ανάμεσα σε εξομολογήσεις και εσωτερικούς μονολόγους,
αγγίζοντας πάντα τις έννοιες έρωτας και θάνατος. Στα περισσότερα πεζογραφήματά
του επικρατεί μια έντονη ποιητική διάθεση. Η λογοτεχνική, αλλά και η άλλη
πεζογραφική, παραγωγή του χαρακτηρίζονται από μια άψογη γλώσσα και πρωτοτυπία
ως προς το ύφος και ως προς το είδος, γιατί ο Γ.Ι. δημιούργησε ένα νέο είδος
πεζού λόγου το "πεζογράφημα", όπως το ονομάζει. Πρόκειται για
σύντομες πρόζες με ανάμεικτα χαρακτηριστικά διηγήματος, χρονικού ή δοκιμίου, που
συμπληρώνονται με συμπεράσματα, σκέψεις και σχόλια του συγγραφέα, και από τα
οποία απουσιάζει ο διάλογος. Είναι αυτό που λέει στο Εις εαυτόν: "κάτι
σαν εξομολογητικό δοκίμιο".
Γιώργης Παυλόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο ποιητής
Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε το 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου και διέμενε από
το 1951 μέχρι το 2008, που πέθανε. Υπήρξε ιδρυτικό και δραστήριο μέλος του
«Πυργιώτικου Παρνασσού», σημαντικότατου σωματείου για την προαγωγή των τεχνών
και του πολιτισμού στα δύσκολα χρόνια της Γερμανοϊταλικής Κατοχής. Εργάστηκε ως
βοηθός λογιστή και ως γραμματέας στο Κ.Τ.Ε.Λ. Εμφανίστηκε στα ελληνικά
γράμματα το 1943 δημοσιεύοντας ποιήματά του σε περιοδικά. Έκτοτε δημοσίευσε
τις εξής ποιητικές συλλογές: Το Κατώγι (1971), Το Σακί (1980), Τα
Αντικλείδια (1988), Τριάντα Τρία Χάικου (1990), Λίγος άμμος (1997),
Πού είναι τα πουλιά; (2004). Η ποίησή του επαινέθηκε από το Γιώργο
Σεφέρη, για τον οποίο ο Παυλόπουλος έγραψε τη μελέτη «Από μια πρώτη συγκίνηση».
Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ποιημάτων του Έλιοτ, Πάουντ κ.ά., ενώ
παράλληλα πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και αγγλικά.
Ο Γιώργης
Παυλόπουλος ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά ποιητών. Η ποίησή του είναι
σεμνή, ζεστή και χαμηλόφωνη. Διακρίνεται για το απλό και κουβεντιαστό της ύφος,
τον πεζολογικό της τόνο, τη φυσικότητα του λεξιλογίου της και την υπαινικτική,
αλληγορική γραφή της. Η γλώσσα του είναι καθαρά προσωπική, αν και ακουμπάει
γερά στην παράδοση (δημοτικό τραγούδι, Σολωμό, Μακρυγιάννη, Σεφέρη). Είναι μια
γλώσσα ρωμαλέα, πυκνή, απροσποίητη και αδιακόσμητη, χωρίς εκζήτηση. Η ποίησή
του είναι εικονιστική και αναπαριστά την εφιαλτική ζωή του μεταπολεμικού
ανθρώπου, ο οποίος βιώνοντας καθημερινά το θάνατο, προσπαθεί να τον υπερβεί
μέσω του ονείρου, της ποίησης και του έρωτα. Οι εικόνες, που δημιουργεί,
διαδέχονται η μία την άλλη με λυρική, ονειρική αφηγηματικότητα και σκηνική
διάρθρωση.