Το ιστολόγιο μας

Η Θεωρητική Κατεύθυνση του 1ου ΓΕΛ Αγίου Αθανασίου

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ


Ένα ιδιαίτερο μάθημα που απαιτεί και ιδιαίτερη προσέγγιση! Μπορείτε, στα πλαίσια της προετοιμασίας που συνήθως ξεκινά νωρίς, να μελετήσετε στοιχεία θεωρίας τα οποία θα χρειαστεί να μάθετε και να εμπεδώσετε για μεγαλύτερη ευχέρεια στο χειρισμό της ύλης.
ΥΓΙΑΙΝΕΤΕ!!!!


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Α) ΔΙΗΓΗΣΗ: Στη διήγηση αφηγείται ο πεζογράφος σε γ΄ πρόσωπο ,απρόσωπα, χωρίς να συμμετέχει στα γεγονότα, ενώ τα λόγια των ηρώων τα μεταφέρει σε πλάγιο λόγο και όχι αυτολεξεί.
Β) ΜΙΜΗΣΗ: Στη μίμηση αφηγείται ένα από τα πρόσωπα του έργου (πρόσωπο πλαστό, φανταστικό, επινοημένο από το συγγραφέα ή ο ίδιος ο συγγραφέας, που παρουσιάζεται να μετέχει στα γεγονότα) σε α΄ πρόσωπο, χωρίς να αποκλείεται και το γ΄ πρόσωπο (άμεση αφήγηση)
Γ)ΜΙΚΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ: Στο μικτό τρόπο υπάρχει συνδυασμός αφήγησης και διαλόγου, έχουμε δηλαδή διήγηση ή μίμηση με την παρεμβολή προσώπων (ηρώων) του έργου, τα οποία διαλέγονται μεταξύ τους. Αυτός ο τρόπος αλλιώς λέγεται και σκηνική αφήγηση, καθώς η ιστορία στήνεται μπροστά στα μάτια του αφηγητή που την παρακολουθεί, όπως θα παρακολουθούσε μια σκηνή της καθημερινής ζωής που διαδραματίζεται μπροστά του.


ΡΥΘΜΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Ο ρυθμός της αφήγησης εξαρτάται από:
1. τη χρονική σειρά= χρονική ακολουθία, φυσική διαδοχή των γεγονότων
                                                         ΑΝΑΧΡΟΝΙΕΣ
Αναδρομικές αφηγήσεις                                                                     πρόδρομες αφηγήσεις
ή αναδρομές ή αναλήψεις                                                                  ή προλήψεις
(flash back)
Περιλαμβάνουν γεγονότα προγενέστερα                                           Αναφέρονται εκ των προτέρων σε
από το σημείο της ιστορίας στο οποίο                                              γεγονότα που θα συμβούν αργότερα
βρίσκεται ο αφηγητής   
2. τη χρονική διάρκεια
Α) ΧΙ  =  ΧΑ: Αυτό το αντιπροσωπεύει ο διάλογος. Ο Genette το ονομάζει σκηνή (υπάρχει ισοχρονία ανάμεσα στην ιστορία και την αφήγηση. Παράδειγμα σκηνής στην αμιγή της μορφή είναι συνιστούν ο διάλογος και ο εσωτερικός μονόλογος)
Β)  ΧΑ=ν>  ΧΙ=0 : Έχουμε περιγραφική παύση ή αφηγηματικό σχόλιο (η μεγαλύτερη δυνατή επιβράδυνση, αφού η αφήγηση συνεχίζεται, ενώ η ιστορία έχει διακοπεί και χαθεί από τα μάτια μας, δίνοντας τη θέση της σε παρεκβάσεις, σκέψεις ή σχόλια του αφηγητή ή και περιγραφές.
Γ)  ΧΑ<  ΧΙ : Έχουμε περίληψη/σύνοψη (ανισοχρονία, καθώς ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται. Μπορεί, για παράδειγμα, να συνοψίσουμε τη ζωή ενός ανθρώπου μέσα σε λίγες φράσεις)
Δ)  ΧΑ=0 <∞ ΧΙ=ν : Έχουμε έλλειψη (ανισοχρονία, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη δυνατή επιτάχυνση, αφού ένα τμήμα της ιστορίας που οπωσδήποτε είχε κάποια διάρκεια, αποσιωπάται εντελώς από την αφήγηση. Η έλλειψη μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο εμφανής ή και υποθετική)
Ε) ΧΑ>ΧΙ:  επιμήκυνση, δηλαδή ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας, χωρίς όμως η ιστορία να διακόπτεται. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν έχουμε λεκτική εξιστόρηση σκέψεων ή άλλων νοητικών και συνειδησιακών διαδικασιών, που γενικά απαιτούν περισσότερο χρόνο για να τις εκφράσουμε, προφορικά ή γραπτά, παρά για να τις κάνουμε.
Το αφηγηματικό σχόλιο επιβραδυνόμενος ρυθμός.
Τα υπόλοιπα επιταχυνόμενος ρυθμός.

3.τη χρονική συχνότητα ή αφηγηματική συχνότητα= πόσες φορές γίνεται ένα γεγονός στην ιστορία και πόσες μας το παρουσιάζει η αφήγηση
ιστορία                                                       αφήγηση
1                                                                                                                                            1                                                                1 φορά→  μοναδική αφήγηση
ν                                                                ν φορές→πολυμοναδική αφήγηση
1                                                                ν φορές→επαναληπτική αφήγηση
ν                                                                1 φορά→θαμιστική αφήγηση
Πιο συχνός τρόπος αφήγησης είναι ο  πρώτος ενώ ο δεύτερος είναι πιο σπάνιος.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Α) ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο όρος ρεαλισμός χρησιμοποιείται για να δηλωθεί μια τεχνοτροπία που εμφανίστηκε στην τέχνη στα μέσα του 19ου αιώνα. Με αυτή την έννοια ο ρεαλισμός δεν αναφέρεται αποκλειστικά στη λογοτεχνία αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης, π.χ. στη ζωγραφική. Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία η τάση που ονομάζεται ρεαλισμός εκδηλώνεται αρχικά στη Γαλλία, με πρώτο και σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Gustave Flaubert (Μαντάμ Μποβαρί).
Με το ρεαλισμό η λογοτεχνία θέτει ως πρώτο στόχο της την πιστή απόδοση της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός. Οι ρεαλιστές πεζογράφοι καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος και θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα. Όμως, όπως είναι φυσικό, όσο κι αν αποφεύγουν τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις κρίσεις και τις προσωπικές ερμηνείες, τα όσα γράφουν επηρεάζονται έστω και έμμεσα από τις πεποιθήσεις τους. Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς επιλέγουν θέματα οικεία στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Μορφές ρεαλισμού
-          ψυχολογικός ρεαλισμός: απεικονίζεται και διερευνάται ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου ακόμη και στις πιο ακραίες εκδηλώσεις του (Ντοστογιέφσκι)
-          κοινωνικός ρεαλισμός: επιμένει στην απεικόνιση των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων και αντιμετωπίζει κριτικά την ίδια την κοινωνία. Μέσα από αυτόν θα προκύψει τελικά ο νατουραλισμός (οι νατουραλιστές καταγγέλλουν μέσα από το έργο τους την κοινωνική εξαθλίωση και, γενικά, τις απαράδεκτες συνθήκες στις οποίες είναι αναγκασμένοι να ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Επειδή θεωρούν ότι ο πολιτισμός και η κοινωνία αδικούν τον άνθρωπο, υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής, παρουσιάζοντας την πραγματικότητα γυμνή, χωρίς καμιά προσπάθεια για ωραιοποίηση ή συγκάλυψη των αποκρουστικών πλευρών της, χωρίς πρόσθετα σχόλια ή συναισθηματισμούς. Γι’  αυτό επιδιώκουν την πιστή, τη φωτογραφική σχεδόν απόδοση της πραγματικότητας, μέσα από πληθώρα λεπτομερειών και εξονυχιστική παρατήρηση. Ένα δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των νατουραλιστών είναι ότι επιλέγουν θέματα προκλητικά από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες που επιλέγουν είναι οι απόκληροι και τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι και οι αδικημένοι, άτομα του υποκόσμου, ψυχικά και σωματικά άρρωστοι, κτλ. Μάλιστα, επιμένουν στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά και η ηθικήτου ανθρώπου).
-          Σοσιαλιστικός ρεαλισμός: μορφή όχι μόνο στρατευμένης, αλλά και ελεγχόμενης λογοτεχνίας (Σοβιετική Ένωση μετά το 1934).
Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο ρεαλισμός εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με πολύ μικρή καθυστέρηση σε σχέση με τη Γαλλία. Πρόδρομος της ρεαλιστικής πεζογραφίας μπορούν να θεωρηθούν τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας (Π. Καλλιγάς, 1855), Πάπισσα Ιωάννα (Εμ. Ροΐδης, 1866). Από εκεί και πέρα η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870, αγνώστου συγγραφέως) και ο Λουκής Λάρας (1879, Δ. Βικέλας), συνιστούν τα πρώτα ρεαλιστικά αφηγήματα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στη συνέχεια, από την εποχή της ηθογραφίας και μετά, η νεοελληνική λογοτεχνία καλλιεργεί συστηματικά το ρεαλισμό σε όλες του σχεδόν τις μορφές και παραλλαγές μέχρι και σήμερα.
Β) ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
Με τον όρο ηθογραφία χαρακτηρίζουμε μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας που ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Η ηθογραφία συνδέεται άμεσα με τη λογοτεχνική γενιά του 1880, καθώς και με την ανάπτυξη του νεοελληνικού διηγήματος.
Όλα τα ηθογραφικά κείμενα λοιπόν έχουν ως βασικό στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού. Οι ήρωες της ηθογραφικής πεζογραφίας είναι σχεδόν πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου..
Η ηθογραφία είναι η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού. Η ηθογραφία γεννιέται πραγματικά το 1883, όταν το περιοδικό Εστία προκηρύσσει διαγωνισμό για συγγραφή διηγήματος «με θέμα ελληνικόν». Ο διαγωνισμός αυτός κινεί το ενδιαφέρον πολλών νέων πεζογράφων. Από το 1883 ως το 1888 εμφανίζονται σχεδόν όλοι οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ηθογραφίας. Κατ’  αρχήν ο Γ. Βιζυηνός, που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος καθώς και οι Γ. Δροσίνης, Μ. Μητσάκης, Αλ. Παπαδιαμάντης, Κ. Κρυστάλλης, Αν. Καρκαβίτσας. Χρ. Χρηστοβασίλης, Ι. Κονδυλάκης,  Γρ. Ξενόπουλος, Γ. Βλαχογιάννης, Αρ. Εφταλιώτης.
Ιδιαίτερα γνωρίσματα της ηθογραφίας
·         Τα ηθογραφικά διηγήματα χαρακτηρίζονται από έντονο λυρισμό, εμπνέονται κατά πολύ από τα προσωπικά βιώματα και εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων. Συχνά ο πεζογράφος χρησιμοποιεί ως πλαίσιο τον τόπο καταγωγής του για τα έργα του.
·         Οι περισσότεροι συγγραφείς αρέσκονται στην αναλυτική καταγραφή εθίμων και ηθών του λαού που πολλές φορές αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνίας.
·         Το ελληνικό διήγημα συνδέθηκε σχεδόν αμέσως με την απεικόνιση της ζωής στην ύπαιθρο και το χωριό μιας και στα τέλη του 19ου αιώνα αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα της ελληνικής ζωής, αφού η αστική ζωή δεν έχει πραγματικά αρχίσει.
·         Η γενιά του 1880 συνδέεται με το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση υπέρ του δημοτικισμού (σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι του λαού που μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς της περιοχής τους, τους οποίους ενδιαφέρονται να αναπαράγουν πιστά οι συγγραφείς.
·         Κάποιοι ηθογράφοι έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό.
·         Η ηθογραφία χρησιμοποιήθηκε συχνά ως μέσο για την επίτευξη στόχων εντελώς ξένων προς τη λογοτεχνία, π.χ. ηθικοπλαστικά διδάγματα, συστηματική καλλιέργεια ενός πατριωτικού φρονήματος και μιας εθνικής ιδεολογίας κτλ.

Γ) ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Επηρεάζει όλες τις τέχνες και όχι μόνο τη λογοτεχνία. Κυριαρχεί στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία από τα τέλη του 18ου ως τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Στην Ελλάδα εμφανίζεται με κάποια καθυστέρηση.
Με κάποιες διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα μπορούμε να εντοπίσουμε σε όλες κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
1.      ο ρομαντικός ποιητής συγκρούεται με το κλασικισμό και το ορθολογικό πνεύμα του Διαφωτισμού. Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, όλες τις ηθικές αξίες του κλασικού παρελθόντος και, γενικά, την παράδοση.
2.      τοποθετεί στο επίκεντρο του έργου του το συναίσθημα και τη φαντασία, το απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό. Έτσι μπορεί να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη του την προσωπική του ιδιοφυΐα και κάθε του διαίσθηση.
3.      οδηγείται στο παράξενο και το μυστηριώδες, στο όνειρο, το υπερφυσικό, στον εξωτισμό, στο ασαφές και το συγκεχυμένο, σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία, καθώς και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως το κλασικό παρελθόν)
4.      στη μορφή καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και βλέπουμε  ποιητικό ρυθμό στην πεζογραφία ή το αντίστροφο. Το λεξιλόγιο διευρύνεται και η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου, μαζί με τον έντονο ρυθμό και τα ηχητικά τεχνάσματα.
5.      στη θεματογραφία υπάρχει κατ’  αρχήν μια ιδιαίτερη επιμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του ήρωα, ένας έντονος δηλαδή ατομικισμός και εγωκεντρισμός. Κατά τ’ άλλα, οι ρομαντικοί δείχνουν μια προτίμηση για θέματα όπως η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία κτλ. Επίσης, με το ρομαντισμό έχουμε μια στροφή προς τους μεσαιωνικούς ευρωπαϊκούς θρύλους και τις παραδόσεις ή τη μυθολογία κάθε λαού. Τέλος, οι ρομαντικοί αρέσκονται στη χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών, όπως τα νυχτερινά φεγγαρόλουστα τοπία, τα ερείπια, οι τάφοι, οι μακάβριες εικόνες θανάτου, κτλ.
6.      ο νεοελληνικός ρομαντισμός εκπροσωπείται από τους: Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Ιωάννη Καρασούτσα, Γεώργιο Ζαλοκώστα, Θεόδωρο Ορφανίδη, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Αχιλλέα Παράσχο, κ.ά.

Δ) ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ                                                                                                                  
Σύμφωνα με τους υπερρεαλιστές, ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες, να φτάσει σε μια «υπερ-πραγματικότητα», ξεφεύγοντας οριστικά από τον έλεγχο της λογικής και από τις κάθε είδους προκαταλήψεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Για να πετύχουν το σκοπό τους χρησιμοποιούν κάθε μέσο που μπορεί να τους φέρει σε επαφή με το υποσυνείδητο: καταγραφή ονείρων, ύπνωση, καθώς και τη λεγόμενη αυτόματη γραφή, στην οποία υποτίθεται ότι ο δημιουργός καταγράφει χωρίς καμία παρέμβαση της λογικής ό,τι του υπαγορεύει το υποσυνείδητό του. Αρνούνται κάθε περιορισμό, χρησιμοποιούν λεξιλόγιο με απόλυτη ελευθερία, το ίδιο και η στιχουργική τους, κάνουν απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων και χρησιμοποιούν εντυπωσιακές εικόνες, αλλά συναντάμε και στοιχεία όπως το όνειρο, τον έρωτα, το χιούμορ, το παράλογο.  Είναι το μόνο κίνημα που εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, παρά τις αρχικές αντιδράσεις. Επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης του σύγχρονου ανθρώπου: μας έκανε πολύ πιο δεκτικούς σε κάθε πειραματισμό, έδωσε σημαντική θέση στο χιούμορ και την ελευθερία του πνευματικού ανθρώπου, συμφιλίωσε κατά κάποιο τρόπο το όνειρο με την πραγματικότητα, το υποσυνείδητο με τη λογική και τη φαντασία με την καλλιτεχνική οργάνωση.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και ο Νίκος Εγγονόπουλος είναι οι πιο σπουδαίοι Έλληνες υπερρεαλιστές.  Επίσης, υπερρεαλιστές είναι ο Έκτωρ Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης, η πεζογράφος Μέλπω Αξιώτη κ.ά.

Η ΣΧΕΣΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ - ΑΦΗΓΗΤΗ ΚΑΤΑ ΖΕΝΕΤ (G. GENETTE)

Η γαλλική αφηγηματολογία επισήμανε ότι δεν μπορεί να υπάρξει αφήγημα χωρίς αφηγητή. Ο αναγνώστης όμως μπορεί να μην αντιλαμβάνεται την ύπαρξη του αφηγητή και να έχει την εντύπωση μιας «διαφανούς» αφήγησης, της οποίας τα γεγονότα γίνονται αισθητά ως «πραγματικά» (π.χ. στην ιστορική αφήγηση). Ακόμα και στην περίπτωση ενός αφηγήματος που συγκροτείται εξ ολοκλήρου από διαλόγους μεταξύ προσώπων και χωρίς κατηγορηματικές εκφράσεις (του τύπου «λέει»), υπάρχει αφηγητής, ο οποίος «παραθέτει» τους διαλόγους χωρίς να κάνει αισθητή την παρουσία του. Στην «αδιαφανή» αφήγηση ο αφηγητής προσδιορίζεται ρητά, γίνεται ένα «πρόσωπο» μέσα στο αφήγημα.
Είναι γενικά αποδεκτό ότι ο αφηγητής της ιστορίας δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα (με εξαίρεση τα απομνημονεύματα, το ημερολόγιο και την αυτοβιογραφία). Ο αφηγητής είναι ένα πλασματικό πρόσωπο, δημιούργημα του συγγραφέα, διαμεσολαβητής ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα της αφήγησης και από το αν παίρνει μέρος στην αφήγηση. Ο «πραγματικός» συγγραφέας είναι «παρών» στην αφήγηση με την αφηρημένη μορφή του «υπονοούμενου συγγραφέα» (αφηρημένος συγγραφέας), αναγνωρίσιμος με τη μορφή της «συγγραφικής συνείδησης», καθώς και με τη δομή, τις ιδέες, τους τίτλους, τη διάρθρωση, τη διαίρεση.
Οι λειτουργίες του αφηγητή
Ο αφηγητής μπορεί να είναι πρόσωπο της αφήγησης, με πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, ή μπορεί να είναι αμέτοχος στα γεγονότα. Αν συμμετέχει στην ιστορία (είτε ως βασικός ήρωας είτε ως απλός παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας), τον ονομάζουμε «ομοδιηγητικό αφηγητή». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αφηγητής αφηγείται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση).
Διακρίνονται δύο παραλλαγές του ομοδιηγητικού αφηγητή: ο αφηγητής παρατηρητής/ θεατής, δηλαδή ο αφηγητής που είναι παρατηρητής/μάρτυρας των συμβάντων της αφήγησης, και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, δηλαδή ο αφηγητής που συμμετέχει στην αφήγηση ως βασικός ήρωας. Όταν μάλιστα αφηγείται σε πρώτο ρηματικό την προσωπική του ιστορία, ονομάζεται ιδιαίτερα «αυτοδιηγητικός αφηγητής».
Αν ο αφηγητής δεν συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που διηγείται ονομάζεται «ετεροδιηγητικός αφηγητής». Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση σε πρόσωπο ξένο προς την ιστορία, την οποία παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ονομάζεται, ιδιαίτερα, «παντογνώστης αφηγητής» (ή «αφηγητής-Θεός») αυτός που βρίσκεται παντού και πάντοτε και γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις πιο απόκρυφες σκέψεις των προσώπων της αφήγησης.
Η αφήγηση
Η αφήγηση διακρίνεται σε πραγματική και πλασματική. Πραγματική ονομάζεται η αφήγηση της οποίας το αντικείμενο ανήκει στο βιωματικό πεδίο του υποκειμένου της αφήγησης, ενώ πλασματική εκείνη της οποίας το αντικείμενο είναι εφεύρημα του υποκειμένου της αφήγησης. Κάθε αφήγημα συντίθεται από τρία στρώματα (Delcroix Μ.- F. Hallyn 1997):
• Αφήγημα γεγονότων: γίνεται αναφορά σε ό,τι έπραξε ή σε ό,τι έπαθε ένα πρόσωπο.
• Αφήγημα λόγων: περιλαμβάνει: α) τον αφηγηματοποιημένο ή αφηγημένο λόγο, κατά τον οποίο τα λόγια του προσώπου ενσωματώνονται στην αφήγηση, β) τον αναφερόμενο ή αναπαριστώμενο λόγο, που περιλαμβάνει τον ευθύ λόγο ή διάλογο και γ) τον μετατιθέμενο λόγο, κατά τον οποίο ο λόγος του ήρωα ενσωματώνεται στον λόγο του αφηγητή.
Κατά τον Ζενέτ, ο εσωτερικός μονόλογος είναι ευθύς, άμεσος λόγος. Προέκταση του μετατιθεμένου λόγου είναι ο ελεύθερος πλάγιος λόγος, με τον οποίο ο αφηγητής αποδίδει σε τρίτο πρόσωπο και σε χρόνο ιστορικό ενδόμυχες σκέψεις και συναισθήματα ενός προσώπου της αφήγησης. Το τμήμα αυτό εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο
•Αφήγημα σκέψεων: η σκέψη, κατά τον Ζενέτ, ισοδυναμεί με «σιωπηρό λόγο».
Η εστίαση
Με τον όρο «εστίαση» αναφερόμαστε στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο Ζενέτ προτείνει τους ακόλουθους τρεις τύπους εστίασης της τριτοπρόσωπης αφήγησης:
- Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα. Αντιστοιχεί στην αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή.
- Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: η αφήγηση παρακολουθεί ένα από τα πρόσωπα ή ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται.
- Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή ο ήρωας δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του (π.χ. αστυνομικά μυθιστορήματα).
[-Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση: Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική.]
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Όταν μέσα σε μια αφήγηση παρεμβάλλεται και μια δεύτερη ιστορία, τότε, κατά τον Ζενέτ, η αφήγηση «διασπάται» σε δύο επίπεδα: στο πρώτο επίπεδο, που περιέχει την κύρια αφήγηση, και στο δεύτερο επίπεδο, που περιέχει τη δευτερεύουσα (εγκιβωτισμένη) αφήγηση. Η κύρια αφήγηση τοποθετείται στο επίπεδο που ονομάζεται διηγητικό, ενώ η δευτερεύουσα αφήγηση τοποθετείται στο επίπεδο που ονομάζεται μεταδιηγητικό ή υποδιηγητικό. Αν υπάρχει πρόλογος ή εισαγωγική αφήγηση στο έργο, τότε έχουμε και ένα τρίτο επίπεδο, που ονομάζεται εξωδιηγητικό.
Ο Ζενέτ διακρίνει, λοιπόν, τρία αφηγηματικά επίπεδα:
• Το «εξωδιηγητικό» επίπεδο: συγκροτείται από την αφήγηση γεγονότων που είναι εξωτερικά σε σχέση με το κείμενο, πρόλογοι, εισαγωγές κ.λπ., π.χ. η επίκληση του ποιητή στη Μούσα στην Οδύσσεια του Ομήρου.
• Το «διηγητικό» επίπεδο: περιλαμβάνει τα γεγονότα που ανήκουν στην κύρια αφήγηση, π.χ. τις περιπέτειες του Οδυσσέα από το νησί της Καλυψώς ως την Ιθάκη.
• Το «μεταδιηγητικό» ή «υποδιηγητικό» επίπεδο: περιλαμβάνει τη δευτερεύουσα αφήγηση που εγκιβωτίζεται στην κύρια αφήγηση, π.χ. τα γεγονότα που αφηγείται ο Οδυσσέας στους Φαίακες (τα παλαιότερα γεγονότα από την Τροία μέχρι το νησί της Καλυψώς).
Ως εκ τούτου, με βάση το αφηγηματικό επίπεδο, κατά τον Ζενέτ, έχουμε τριών ειδών αφηγητές:
• Εξωδιηγητικός: είναι ο αφηγητής που αφηγείται τα γεγονότα που συγκροτούν την πλοκή του κειμένου.
• Ενδοδιηγητικός: είναι ο αφηγητής που βρίσκεται μέσα στην ιστορία και διηγείται γεγονότα που συνιστούν μετα-αφήγηση.
• Μεταδιηγητικός: είναι ο αφηγητής που βρίσκεται μέσα στη δευτερεύουσα ιστορία (στη μετα-αφήγηση) και αφηγείται μια άλλη ιστορία.
Με κριτήριο το αφηγηματικό επίπεδο στο οποίο ανήκουν, καθώς και τη συμμετοχή τους στην ιστορία, προκύπτουν οι ακόλουθοι τύποι αφηγητή:
• Εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός αφηγητής: είναι ο αφηγητής που επιφορτίζεται με την αφήγηση της κύριας ιστορίας στην οποία δεν συμμετέχει, π.χ. ο αφηγητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας (ο Όμηρος).
• Εξωδιηγητικός-ομοδιηγητικός αφηγητής: είναι ο αφηγητής που επιφορτίζεται με την αφήγηση της κύριας ιστορίας, η οποία αποτελεί και την προσωπική του ιστορία (αυτοδιηγητική αφήγηση), π.χ. ο αφηγητής στο μυθιστόρημα Λουκής Λάρας του Δημ. Βικέλα.
• Ενδοδιηγητικός-ετεροδιηγητικός αφηγητής: είναι ο αφηγητής που ανήκει στην κύρια ιστορία και αφηγείται (σε μεταδιηγητικό επίπεδο) μια ιστορία στην οποία δεν συμμετέχει, π.χ. η Σεχραζάτ στις Χίλιες και μία νύχτες.
• Ενδοδιηγητικός-ομοδιηγητικός αφηγητής: είναι ο αφηγητής που ανήκει στην κύρια ιστορία και αφηγείται (σε μεταδιηγητικό επίπεδο) την προσωπική του ιστορία, π.χ. ο Οδυσσέας όταν αφηγείται τη δεκάχρονη περιπέτειά του στους Φαίακες.
Οι αφηγηματικοί τρόποι
Μέρος των αφηγηματικών τεχνικών ενός κειμένου είναι και οι αφηγηματικοί τρόποι που απαντούν στο ερώτημα «πώς αφηγείται» κάποιος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος αφηγηματικές τεχνικές είναι ευρύτερος και σ’ αυτόν υπάγονται και οι τρόποι με τους οποίους αφηγείται κάποιος και οι οποίοι είναι οι εξής:
•Έκθεση ή αφήγηση: είναι η παρουσίαση γεγονότων και πράξεων, την οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διέκριναν σε «διήγηση» και «μίμηση». Στη διήγηση ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία με τη δική του φωνή, ενώ στη μίμηση δανείζεται τη φωνή άλλων προσώπων.
• Διάλογος: είναι τα διαλογικά μέρη σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο.
•Περιγραφή: η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, η αφήγηση καταστάσεων.
• Σχόλιο: η παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, έξω από τη ροή της αφήγησης, που στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μια επιβράδυνσή της.
• Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η πιστή απόδοση σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων σε γ΄ πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο. Το τμήμα αυτό φαίνεται να ανήκει στην καθαρή αφήγηση, στην ουσία όμως εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο.
• Εσωτερικός μονόλογος: η απόδοση των σκέψεων ή συναισθημάτων σε α΄ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα.
Ο χρόνος της αφήγησης
Τρεις χρονικές τοποθετήσεις της αφήγησης χρονικά, σε σχέση με την ιστορία, είναι πιθανές: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με βάση αυτά τα χρονικά επίπεδα, η αφήγηση μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών:
• Η μεταγενέστερη αφήγηση. Είναι η πιο συχνή. Διηγούμαστε την ιστορία αφού έχει εξ ολοκλήρου συντελεστεί.
•Η προγενέστερη αφήγηση, που προηγείται της έναρξης της ιστορίας.
•Η ταυτόχρονη αφήγηση, της οποίας η εκφώνηση είναι σύγχρονη της ιστορίας.
•Η παρέμβλητη αφήγηση, όπου ο αφηγητής διηγείται μαζί με τα γεγονότα που συντελέστηκαν και τις σκέψεις που του έρχονται κατά τη στιγμή της γραφής.
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και τις διακρίνουμε σε:
Αναδρομικές αφηγήσεις / αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.
Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για γεγονότα που θα γίνουν αργότερα.
Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η ομαλή, φυσική χρονική σειρά:
• Ιn medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των πραγμάτων», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν γίνεται κουραστική.
• Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια αφήγηση που αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες, δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν την ομαλή ροή του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση μέσα στην αφήγηση» ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση ή εγκιβωτισμός.
• Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή διακοπή της φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου.
• Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
• Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί τα γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική.
Η χρονική διάρκεια
Ο χρόνος της αφήγησης έχει τις ακόλουθες σχέσεις με τον χρόνο της ιστορίας, με κριτήριο τη διάρκεια των γεγονότων:
• Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές) γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνεται.
• Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει τον χρόνο (διαστολή του χρόνου) και παρουσιάζει αναλυτικά γεγονότα που διαρκούν ελάχιστα. Με τον τρόπο αυτό επιβραδύνεται ο ρυθμός της αφήγησης.
• Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, συνήθως σε διαλογικές σκηνές. Για να συντομεύσει τον χρόνο της αφήγησης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές:
•Επιτάχυνση: παρουσιάζει σύντομα γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια.
•Παράλειψη: κάποια γεγονότα δεν τα αναφέρει καθόλου, επειδή δεν σχετίζονται με την ιστορία.
•Περίληψη: παρουσιάζει συνοπτικά τα ενδιάμεσα γεγονότα.
•Έλλειψη ή αφηγηματικό κενό: ο αφηγητής παραλείπει ένα τμήμα της ιστορίας ή κάποια γεγονότα που εννοούνται εύκολα ή δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή.
Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας διευρύνει τον χρόνο της αφήγησης είναι:
• Η επιβράδυνση: γεγονότα που έχουν μικρή διάρκεια στην πραγματικότητα παρουσιάζονται εκτεταμένα στην αφήγηση.
Η χρονική συχνότητα
Η αφηγηματική συχνότητα καθορίζεται από τη σχέση της εμφάνισης ενός γεγονότος στην ιστορία και της έκθεσής του μέσα στην αφήγηση (Καψωμένος 2003: 146). Έτσι, μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση αυτού που έγινε μία φορά, επαναληπτική είναι η επανάληψη Χ φορές αυτού που έγινε μια φορά, θαμιστική είναι αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε Χ φορές και πολυμοναδική είναι η αφήγηση Χ φορές αυτού που έγινε Χ φορές.

ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
Αλληγορία: Η αλληγορία είναι ένας μεταφορικός εκφραστικός τρόπος, ο οποίος κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι χρησιμοποιούμενες συγκεκριμένες λέξεις. Με την τεχνική αυτή, επομένως, επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Συνεπώς, οπουδήποτε λειτουργεί η έννοια της αλληγορίας, χρειάζεται και απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση του πραγματικού νοήματος. Αυτή η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει την ικανότητα να διαβάζουμε ένα αλληγορικό κείμενο «κάτω από τις λέξεις», για να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα ή, έστω, τα δυσδιάκριτα νοήματα. Στο χώρο της λογοτεχνίας η αλληγορία είναι μια ιδιαίτερα συχνή τεχνική. Συγκεκριμένα, ο πεζογράφος ή ο ποιητής, για να προσδώσει στα νοήματά του μεγαλύτερη υποβλητικότητα και για να καταστήσει περισσότερο αισθητά και, επομένως, ζωντανά, καταφεύγει συχνά στην τεχνική και στους τρόπους της αλληγορίας.
Αναδίπλωση: Υπάρχουν δύο τρόπο για να προσδιορίσουμε την έννοια της αναδίπλωσης. Ο ένας ο στενός και καθιερωμένος και ο άλλος είναι ο ευρύτερος και ουσιαστικότερος. Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, η αναδίπλωση είναι ένα σχήμα λόγου (ή ένας εκφραστικός τρόπος), σύμφωνα με το οποίο μια λέξη (ή και μια φράση) τίθεται στο λόγο μια φορά και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται. Έτσι, η ίδια λέξη ακούγεται στο λόγο δύο φορές, χωρίς όμως ανάμεσά τους να μεσολαβεί κάτι άλλο. π.χ. Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια.
Η αναδίπλωση αυτής της μορφής, από άποψη αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας, αποσκοπεί στο να προβάλει με ιδιαίτερη ένταση και έμφαση την επαναλαμβανόμενη έννοια. Στα ποιητικά, όμως, κείμενα, η έννοια της αναδίπλωσης λειτουργεί και με έναν ευρύτερο, πιο ελεύθερο και πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο. Για παράδειγμα στο ποίημα του Σεφέρη «Ελένη», διαβάζουμε τα εξής:
Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών,
αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια...
Σε αυτό το απόσπασμα ο εκφραστικός τρόπος της αναδίπλωσης χρησιμοποιείται και αξιοποιείται με έναν πολύ πιο ελεύθερο τρόπο. Συγκεκριμένα ο ποιητής χρησιμοποιεί και επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια έκφραση (αν είναι αλήθεια) στην αρχή ισάριθμων στίχων. Με την τριπλή αυτή αναδίπλωση ο ποιητής θέτει εμφατικά, δηλαδή με ιδιαίτερη ένταση, το γεγονός ότι και στο μέλλον ο άνθρωπος θα ξαναζήσει την ίδια περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου σαν ένας άλλος Τεύκρος.
Ανακόλουθο: Στο σχήμα αυτό παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας πρότασης λόγω ταχύτητας του λόγου, ψυχικής ταραχής ή και σκοπιμότητας του ομιλητή ή συγγραφέα. π.χ. «Ο Διάκος (αντί του Διάκου) σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη».
Αναστροφή: Η σκόπιμη αλλαγή της φυσικής σειράς των λέξεων μιας φράσης. π.χ. του προδομένου ο πόνος της καρδιάς αντί: ο πόνος της καρδιάς του προδομένου.
Αναφώνηση (ή επιφώνηση): Μια λέξη ή φράση επιφωνηματική (επίκληση σε κάποιο πρόσωπο) που φανερώνει τη συναισθηματική κατάσταση εκείνου που μιλάει. π.χ. Και η φωνή του, Θεέ μου! Τι φωνή!
Αντίθεση: Σχήμα λόγου κατά το οποίο αντίθετες λέξεις ή έννοιες παρατίθενται για να δημιουργήσουν εντύπωση. π.χ. τις Εστιάδες τις σεμνές μα κολασμένες. Η αντίθεση ενδέχεται να εκφράζεται μόνο με δύο λέξεις αλλά και με δύο φράσεις ακόμα και με δύο μεγάλα τμήματα λόγου.
Αντίφραση: Αντί να χρησιμοποιηθεί κανονικά μια λέξη ή φράση, χρησιμοποιείται στη θέση της μια άλλη, με παρόμοια ή αντίθετη σημασία. Είδη της αντίφρασης είναι η ειρωνεία, ο ευφημισμός και η λιτότητα.
Αντονομασία: Λεκτικός τρόπος ή σχήμα αντικατάστασης κύριου ή προσηγορικού ονόματος από άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη ή φράση. π.χ. Ο Γέρος του Μοριά αντί για Κολοκοτρώνης.
Από κοινού: Μια λέξη (ή περισσότερες) ή μια πρόταση, που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα όπως ακριβώς είναι εκεί, αμετάβλητη. π.χ. Σε τραγουδά, όπως το πουλί τον ήλιο που ανατέλλει (ενν. όπως τραγουδά). Το σχήμα από κοινού είναι είδος βραχυλογίας, η οποία με τη σειρά της είναι μορφή έλλειψης.
Αποσιώπηση: Διακόπτεται ο λόγος και παραλείπονται όσα θα ακολουθούσαν, ενώ στη θέση τους σημειώνονται τρεις τελείες (αποσιωπητικά), μιας και ο αφηγητής δε θέλει να μας πει περισσότερα λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή για να υπαινιχθεί κάτι.
Αποστροφή: Το σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει τη ροή του λόγου του και στρέφεται προς συγκεκριμένο πρόσωπο, σε προσωποποιημένο αντικείμενο ή σε αφηρημένη ιδέα.
Άρση και θέση: Πρώτα λέγεται τι δεν είναι κάτι (ή τι δε συμβαίνει) και αμέσως μετά τι είναι (ή τι συμβαίνει) – πρώτα αίρεται κάτι και στη συνέχεια τίθεται.
Ασύνδετο: Η παράθεση ομοειδών συντακτικών όρων, που δε συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία. «νέγνων, γνων, κατέγνων»
Βραχυλογία: Το σχήμα λόγου που συνίσταται στην παράλειψη των ευκόλως εννοούμενων όρων μιας πρότασης χάριν συντομίας. Είδη της βραχυλογίας είναι τα σχήματα από κοινού, εξ αναλόγου και ζεύγμα.
Ειρωνεία: Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Η αίσθηση της ειρωνείας δημιουργείται με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η τραγική ειρωνεία, στην οποία οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα του λογοτεχνικού έργου και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, οι λογοτέχνες καταφεύγουν συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα έργα τους.
Έλλειψη: Παραλείπονται λεκτικά στοιχεία που εννοούνται εύκολα από την κοινή πείρα, από τη σειρά του λόγου και από τα συμφραζόμενα
Έλξη: Ένας όρος πρότασης δε συμφωνεί συντακτικώς με τον όρο με τον οποίο απαιτεί το νόημα και η σειρά του λόγου, αλλά έλκεται (επηρεάζεται) από κάποιον άλλο, ισχυρότερο, και συμφωνεί με αυτόν.
Έμφαση: Ένα στοιχείο του λόγου τονίζεται με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να εστιαστεί σε αυτό η προσοχή του αναγνώστη.
Ένα με δύο (εν διά δυοίν): Μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και, ενώ σύμφωνα με το νόημα η μία από αυτές έπρεπε να είναι προσδιορισμός της άλλης. π.χ. Γυναίκες που είν’ οι άντροι σας και οι καπεταναραίοι. αντί για: οι άντροι σας, οι καπεταναραίοι.
Εξ αναλόγου: Μια λέξη (ή μια πρόταση) που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα, όχι ακριβώς όπως χρησιμοποιήθηκε την πρώτη φορά αλλά μερικώς αλλαγμένη για να ταιριάζει στα νέα εκφραστικά πλαίσια.
Επανάληψη: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται δύο φορές στη σειρά με την ίδια λέξη ή φράση (αυτούσια ή ελαφρώς αλλαγμένη).
Επαναστροφή: Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται για δεύτερη φορά αμέσως μετά την πρώτη, καθώς ο λόγος συνεχίζεται παρατακτικά.
Επαναφορά ή επάνοδος: Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται (επανέρχεται) στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων. Δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις, δηλαδή, αρχίζουν με την ίδια λέξη ή φράση.
Επιδιόρθωση: Αμέσως μετά από μια λέξη ή φράση ακολουθεί μια άλλη σχετική έκφραση, που αποτελεί τροποποίηση και ακριβέστερη διατύπωση της πρώτης (τη διορθώνει).
Επιφορά ή αντιστροφή: Μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων. Δύο ή περισσότερες διαδοχικές προτάσεις, δηλαδή, τελειώνουν με την ίδια λέξη ή φράση.
Ευφημισμός: Χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις με καλή σημασία για την ονομασία κακού ή δυσάρεστου πράγματος.
Ζεύγμα: Δύο ομοειδείς προσδιορισμοί (συνήθως αντικείμενα) αποδίδονται σε ένα ρήμα, όμως ο δεύτερος από αυτούς δε ταιριάζει σε αυτό αλλά σε άλλο ρήμα.
Καθολικό και μερικό: Το ουσιαστικό που δηλώνει διαιρεμένο σύνολο δεν εκφράζεται με γενική διαιρετική ή με τη φράση από + γενική, αλλά ομοιόπτωτα με τον όρο που δηλώνει το μέρος του συνόλου.
Κατά το νοούμενο: Η σύνταξη (ως προς το γένος και τον αριθμό) ακολουθεί το νόημα (αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα) και όχι το γραμματικό τύπο.
Κατεξοχήν: Η σημασία μιας λέξης στενεύει και ενώ αυτή φανέρωνε αρχικά σύνολο ομοειδών όντων, καταλήγει να φανερώνει ένα μόνο από αυτά, ξεχωρίζοντάς το εξαιρετικά. Η Πόλη = Η Κωνσταντινούπολη.
Κλιμακωτό: Αυξάνει  ή μειώνεται βαθμιαία (κλιμακωτά) η ένταση στην παρουσίαση μιας σειράς από ενέργειες ή καταστάσεις (παρουσιάζεται μια σειρά από καταστάσεις ή ενέργειες, από τις οποίες η καθεμιά είναι πιο έντονη από την προηγούμενή της.
Κύκλος: Μια πρόταση ή μια περίοδος, ένα ποίημα ή ένα διήγημα τελειώνει με την ίδια λέξη ή εικόνα με την οποία αρχίζει.
Λιτότητα: Αντί για κάποια λέξη χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση.
Μεταφορά: Η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) μεταφέρεται σε άλλο πρόσωπο (ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια) το οποίο την έχει σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο εντυπωσιακή. π.χ. Έχει καρδιά πέτρινη.
Μετωνυμία: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του. Το όνομα του εφευρέτη αντί για τη λέξη που δηλώνει την εφεύρεση. Η λέξη που δηλώνει αυτό που περιέχει κάτι αντί για τη λέξη που δηλώνει το περιεχόμενο και αντίστροφα.
Ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο: Στο τέλος διαδοχικών προτάσεων ή περιόδων υπάρχουν λέξεις με καταλήξεις όμοιες ηχητικά.
Οξύμωρο: Συνδέονται δύο έννοιες που φαινομενικά αποκλείουν η μία την άλλη (είναι αντιφατικές μεταξύ τους), ωστόσο στο βάθος εκφράζουν ένα λογικό νόημα.
Παραλληλία ή παραλληλισμός: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται ταυτόχρονα και καταφατικά και αρνητικά με δύο ισοδύναμες αντίθετες εκφράσεις.
Παρήχηση: Ένας συγκεκριμένος φθόγγος (συνήθως σύμφωνο) συναντιέται (και ηχεί) πολλές φορές σε κάποια φράση (κυρίως σε συνεχόμενες συλλαβές ή λέξεις.
Παρομοίωση: Συσχετίζεται η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) με την ιδιότητα κάποιου άλλου προσώπου, η οποία υπάρχει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό και είναι πιο εντυπωσιακή. Η παρομοίωση αρχίζει με τις λέξεις σαν, καθώς, όπως και με το σαν να, όταν έχουμε υποθετική παρομοίωση (με αναφορική παρομοιαστική πρόταση).
Παρονομασία ή παρήχηση ή ετυμολογικό σχήμα: Λέξεις που μοιάζουν ηχητικά (ομόηχες) συνήθως συγγενικές ετυμολογικά, βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη.
Περίφραση: Μια έννοια εκφράζεται με δύο ή περισσότερες λέξεις, ενώ μπορούσε να εκφραστεί με μία.
Πλεονασμός: Για να εκφραστεί ένα νόημα, χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται κανονικά.
Πολυσύνδετο: Τρεις ή περισσότεροι όμοιοι όροι ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους.
Προδιόρθωση ή προθεραπεία: Πριν ανακοινωθεί κάτι δυσάρεστο ή απροσδόκητο, προτάσσεται κάποια φράση, που προετοιμάζει ψυχικά τον αναγνώστη (για να μετριαστεί η δυσάρεστη εντύπωση ή για να προληφθεί ενδεχόμενη αντίδρασή του. Έτσι διορθώνεται μια κατάσταση εκ των προτέρων).
Πρόληψη: Το υποκείμενο του ρήματος μιας εξαρτημένης πρότασης μπαίνει προληπτικά ως αντικείμενο στο ρήμα της κύριας πρότασης.
Προσωποποίηση: Αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες σε μη ανθρώπινα: σε ζώα, σε φυτά, σε πράγματα και σε αφηρημένες έννοιες.
Πρωθύστερο: Από δύο σχετικές ενέργειες ή έννοιες τοποθετείται στη σειρά του λόγου πρώτη εκείνη που είναι χρονικά και λογικά δεύτερη.
Σύμφυρση: Αναμειγνύονται δύο συντάξεις.
Συνεκδοχή: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Έτσι δηλώνεται: το ένα αντί για τα πολλά ομοειδή, το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο, η ύλη αντί για εκείνο που είναι κατασκευασμένο από αυτή, το όργανο αντί για την ενέργεια που παράγεται ή γίνεται με αυτό.
Υπαλλαγή: Ο επιθετικός προσδιορισμός μια γενικής (συνήθως κτητικής) αντί να συμφωνεί με αυτή συντακτικώς (στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση), συμφωνεί με το ουσιαστικό που προσδιορίζει η γενική (έτσι γίνεται επιθετικός προσδιορισμός αυτού του ουσιαστικού).
Υπερβατό: Ανάμεσα σε δύο όρους μιας πρότασης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση και θα έπρεπε να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, παρεμβάλλεται μια λέξη ή φράση και τους αποχωρίζει.
Υπερβολή: Παρουσιάζεται μια ενέργεια, μια ιδιότητα, μια κατάσταση κτλ. μεγαλοποιημένη σε βαθμό που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα και τα φυσικά όρια.
Υποφορά και ανθυποφορά: Σε αυτό το σχήμα υπάρχει η ακόλουθη διαδικασία: α) διατυπώνεται μια ερώτηση, β) ύστερα δίνεται πάλι με ερώτηση κάποια πιθανή εξήγηση στην απορία, γ) στη συνέχεια απορρίπτεται η εξήγηση αυτή, δ) και τέλος ακολουθεί η απάντηση για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
Χιαστό: Στο σχήμα αυτό δύο προτάσεις παρουσιάζουν την ίδια συντακτική και σημασιολογική δομή, αλλά οι όροι της μιας πρότασης είναι σε αντίστροφη θέση από αυτούς της άλλης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου