Γεώργιος Βιζυηνός
(1849-1896)
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη
Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, το 1849. Αν και υπάρχουν σκοτεινά
σημεία σχετικά με την οικογενειακή κατάστασή του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι
έχασε μικρός τον πατέρα του και μαζί με τα αδέρφια του μεγάλωσε μέσα σε
δυσκολίες και στερήσεις με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα τους, για την οποία ο
συγγραφέας έτρεφε αισθήματα λατρείας. Παιδί στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη,
μαθητευόμενος σε ραφτάδικο. Στη συνέχεια, τον πήρε υπό την προστασία του ο
έμπορος Γιάγκος Γεωργιάδης, δίπλα στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την εκκλησία
και τα γράμματα. Ακολούθησε η μακρά παραμονή του στην Κύπρο, όπου θήτευσε στην
καλογερική ζωή με σκοπό να γίνει κληρικός. Η θερμή φύση του όμως και η μεγάλη
του επιθυμία για μόρφωση τον έφεραν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχιερέας
Σύρου Λυκούργος τον σύστησε στον φιλάνθρωπο Γ. Χασιώτη, με τη βοήθεια του
οποίου φοίτησε στην ιερατική σχολή της Χάλκης. Εκεί γνωρίστηκε με τον τυφλό
ποιητή Ηλία Τανταλίδη και άρχισε ουσιαστικά η ενασχόλησή του με την ποίηση.
Η
πρώτη ποιητική συλλογή του Βιζυηνού, με τίτλο Ποιητικά
πρωτόλεια (1873), προκάλεσε επαινετικά
σχόλια, που έγιναν αφορμή να γνωριστεί με τον μαικήνα της εποχής, Γεώργιο
Ζαρίφη, ο οποίος τον πήρε έκτοτε υπό την προστασία του. Τον Σεπτέμβριο του 1873
ήλθε στην Αθήνα, τελειόφοιτος μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του είχε
φέρει από τη Χάλκη το επικολυρικό ποίημα «Κόδρος», το οποίο ξαναδουλεμένο
υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο
(διαγωνιζόμενος με μεγάλα ονόματα της εποχής). Αφού φοίτησε μια χρονιά στη
Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας,
όπου άρχισε η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του. Σπούδασε φιλολογία,
φιλοσοφία, ψυχολογία και αισθητική και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο Το
παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική εκδόθηκε
στη Λειψία.
Παράλληλα
με τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Βιζυηνός μελετούσε γερμανική λογοτεχνία,
κλασική και νεότερη, και έγραφε συνεχώς στίχους. Την περίοδο εκείνη
δημιουργήθηκε η συλλογή Αρες, μάρες, κουκουνάρες, την
οποία υπέβαλε, το 1876, στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, κερδίζοντας και πάλι το
βραβείο. Αργότερα αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον «σοβαρό» τίτλο Βοσπορίδες
Αύραι.
Με
αφετηρία τη Γερμανία, ο Βιζυηνός ταξίδεψε στη γενέτειρα Βιζύη, την Αθήνα, την
Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με
τον Δ. Βικέλα. 'Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα το ενδιαφέρον της πνευματικής
ζωής στρεφόταν στις λαογραφικές μελέτες, οι οποίες στόχευαν να αναδείξουν τη
συνέχεια του ελληνισμού. Με παρακίνηση του Βικέλα, ο Βιζυηνός στράφηκε στις
παιδικές μνήμες και στα βιώματά του και άρχισε να γράφει τα αυτοβιογραφικά
διηγήματα, τα οποία έμελλαν να του χαρίσουν δάφνες.
Η
ζωή, όμως, δεν στάθηκε μέχρι το τέλος γενναιόδωρη απέναντί του. Μετά τον
θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, το 1884, πέρασε μια δύσκολη οικονομικά
περίοδο, στα προβλήματα της οποίας δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει. Βυθίστηκε σε
μια ψύχωση και, μαζί, στη δίνη ενός παράλογου έρωτα για τη μικρή Μπετίνα
Φραβασίλη, στο παιδικό προσωπάκι της οποίας ο διαταραγμένος πλέον νους του
συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες για ευτυχία και αναγνώριση. Ο επίλογος της ζωής
του γράφτηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, όπου πέθανε, στις 15-4-1896.
Το λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού
έχει οργανική σχέση με την περιπέτεια της ζωής του. Τα παιδικά βιώματα της
Βιζύης και τα ερεθίσματα που είχε, τόσο από τη γνωριμία του με φωτισμένους
άνδρες της εποχής όσο και από τα συνεχή ταξίδια του, υπήρξαν η βάση για το
ποιητικό και το πεζογραφικό του έργο. Αναδείχθηκε αξιόλογος ποιητής με τις
συλλογές Ατθίδες αύραι, Βοσπορίδες αύραι, τα
παιδικά ποιήματα και τις μπαλάντες του (βαλλί-σματα). Την επίζηλη όμως θέση στα
ελληνικά γράμματα την κατέκτησε με το πεζογραφικό έργο του, δηλαδή με τα
αυτοβιογραφικής αφετηρίας διηγήμα-τά του, και, κατά δεύτερο λόγο, με τις
αισθητικές και φιλολογικές μελέτες του, μεταξύ των οποίων είναι: η διδακτορική
του διατριβή που αναφέρθηκε παραπάνω, Η φιλοσοφία του Καλού παρά
Πλωτίνω, Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας, κ.ά.
Τα
διηγήματα γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1883-1895 και είναι, κατά χρονολογική
σειρά έκδοσης: Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος
ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Μεταξύ Πειραιώς
και Νεαπόλεως, Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του
ταξείδιον και Μοσκώβ Σελήμ.
Με
βάση τα θρακιώτικα βιώματα, τη φαναριώτικη λογιοσύνη και την ευρωπαϊκή
μόρφωση, ο Βιζυηνός έγραψε τα διηγήματά του τηρώντας το μέτρο της αισθητικής σε
όλα τα επίπεδα: στο περιεχόμενο (μη ξεπέφτοντας σε μελοδραματισμούς), στη
γλώσσα (κρατώντας τα ζωντανά λαϊκά και λόγια στοιχεία), στη διαγραφή των
χαρακτήρων (διατηρώντας τους ήρωές του στις ανθρώπινες διαστάσεις τους).
Αναδεικνύεται έξοχος ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής, η οποία αντιπαραβάλλει
στην αδυσώπητη μοίρα τη δύναμη και το μεγαλείο της.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εργογραφικά στοιχεία
Ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και
πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος
Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μητέρα του η Γκιουλώ
(Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη
Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της
οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου
(1856-62) στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο
Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της
Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα
υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη
φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομικών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε
το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή και παρακολούθησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει
πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω
του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και
δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και
περιοδικά της εποχής (Ραμπαγάς,
Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνεσαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως
δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφσκι,
Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθμη και
μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμένη ανάμεσα στο
συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επισκέψεις του στο μπακάλικο
του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο
Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Το Μάρτιο του 1908, λίγο
πριν εγκαταλείψει την πρωτεύουσα, οργανώνεται στο φιλολογικό σύλλογο
«Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο
ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει
οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και
πεθαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του
απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.
Πρωτοεμφανίστηκε
ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η
μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος
της Κωνσταντινούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην
Αθήνα έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο
περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολουθούν τα ρομαντικά
ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882,
στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με
το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884,
στην εφημερίδα Ακρόπολις), το
ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885,
στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε
το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς.
Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες
εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.).
Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμένα σε βιβλίο.
Το έργο του Παπαδιαμάντη
απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διηγήματα και μυθιστορήματα), μερικά
ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυάριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα
γαλλικά. Σύμφωνα με την πρόταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986:
57-60), το πεζό αφηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις
περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα
που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος
(1887-1896), που εγκαινιάζεται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το
«Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις),
περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα
πιο αντιπροσωπευτικά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), :
«Μαυρομαντη-λού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892),
«Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα»
(1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος
(1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά
θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακο-λύτρια» (1900), «Υπό την
Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου»
(1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά
το θάνατο του συγγραφέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα:
«Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).
Κατ'
εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή
του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ.
Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφική, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου
διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστική προσέγγιση των θεμάτων και από μια
στροφή προς αυτοβιογραφικά αφηγήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος
αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα»,
κ.ά.).
Αὐτοβιογραφικὸ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Τὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ὁ πεζογράφος γιὰ τὸν ἑαυτό του κατὰ παράκληση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη ἀναφέρει ὅτι:
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π.»
Μαρία Πολυδούρη
Εργοβιογραφικά
στοιχεία
Η Μαρία
Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές
σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο
γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη
Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε
παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για
ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και
επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο
σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή.
Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930.
Η Μαρία
Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της,
όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη. Δημοσίευσε δύο
ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929)
(που συγκροτούν τα Απαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το
λογοτεχνικό ρεύμα του Νεορομαντισμού και του Νεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα
λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η
λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.
Νίκος Εγγονόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ποιητής και
ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ο
Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη
και μητέρα Αθηναία. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ
τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκλήρωσε στο Παρίσι και επέστρεψε για να
υπηρετήσει τη θητεία του. Η οικογένειά του τον προόριζε για γιατρό, αλλά ο
ίδιος γράφτηκε (1932) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε
καθηγητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτητές
του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτηση του από τη
Σχολή, μαθήτευσε πλάι στον Φ. Κόντογλου.
Το 1940-41
στρατεύτηκε και υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Συνελήφθη αιχμάλωτος των
Γερμανών και κρατήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου κατάφερε να
δραπετεύσει. Διετέλεσε επιμελητής, στη συνέχεια τακτικός καθηγητής (1964-73)
και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθηγητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή
του Ε.Μ.Π. Πέθανε το 1985 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο με
δημόσια δαπάνη.
Πρωτοεμφανίστηκε
στα γράμματα το 1938, από τις σελίδες του περιοδικού Κύκλος του
Απόστολου Μελαχρινού. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Μην
ομιλείτε εις τον οδηγόν, η οποία προκάλε σε
εντονότατες αντιδράσεις, ως και την παρωδία των ποιημάτων του, ελλείψει ίσως
άλλων, σοβαρότερων, επιχειρημάτων. Την επόμενη χρονιά (1939), εξέδωσε Τα
κλειδοκύμβαλα της σιωπής, συλλογή που γνώρισε ανάλογη υποδοχή. Αντίθετα,
το επόμενο συνθετικό του ποίημα Μπολιβάρ που εκδόθηκε στο τέλος της
κατοχής (1944), γνώρισε θετική υποδοχή, είτε γιατί το αναγνωστικό κοινό
αισθανόταν πλέον πιο εξοικειωμένο με τη νεωτερική ποιητική έκφραση, είτε γιατί
διαβάστηκε με υπερτονισμένη την εθνική του διάσταση. Οι επόμενες ποιητικές
συλλογές, Η επιστροφή των πουλιών (1946) και Ελευ-σις16
(1948), αντιμετωπίστηκαν, επίσης, θετικά, ενώ το βιβλίο του Εν ανθηρώ Έλληνι
Λόγω (1957) απέσπασε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έπειτα από μια
εικοσαετία κυκλοφόρησε την τελευταία του ποιητική συλλογή, Στην Κοιλάδα με
τους Ροδώνες (1975), η οποία περιλαμβάνει και μεταφράσεις ξένων ποιημάτων
(Δάντη, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, κ.ά.) και τιμήθηκε, επίσης, με το κρατικό ποιητικό
βραβείο. Το 1980 κυκλοφόρησε το μελέτημά του Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό
Θέατρο σκιών, ενώ δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1987, συγκεντρώθηκαν
σε μια έκδοση με τον τίτλο Πεζά Κείμενα ποικίλα σημειώματα, άρθρα κ.λπ.
του ποιητή. Τέλος, το 1993 εκδόθηκε μια σειρά επιστολών του προς τη σύζυγό του
Λένα, υπό τον γενικό τίτλο και σ' αγαπώ παράφορα.
Ποιητικές
συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα
κλειδοκύμβαλα της Σιωπής (1939), Επτά ποιήματα (1944), Η Επιστροφή
των Πουλιών (1946), Ελευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957),
Ποιήματα Α' και Β' (1977, συγκεντρωτική έκδοση των προηγούμενων
συλλογών, μαζί με το εκτενές ποίημα Ο Ατλαντικός), Στην κοιλάδα με τους
ροδώνες (1978). Ποιήματα: Μπολιβάρ (1944), Ο Ατλαντικός (1954),
Η Εικών (1962), Σύντομος βιογραφία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (1968),
Των ιερών Εβραίων (1969), Ου δύναταίτις δυσίκυρίοις δουλεύειν (1969),
Ημπαλλάντα του Ισιδώρου-Σι-δερή Στέικοβιτς (1971), Η σημαία (1972),
Ένα όνειρο: η ζωή (1972), Ηβυκάνη (1974), Η Γιαβουκλού (1981),
Τα γαρούφαλα (1983). Ζωγραφική: Για τη Ζωγραφική (1963), Ελληνικά
Σπίτια - Λεύκωμα με έγχρωμους πίνακες (1972). Μελέτες, κείμενα,
επιστολές: Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών (1980), Πεζά
Κείμενα (1987), ... και σ' αγαπώ παράφορα, Γράμματα στην Λένα 1959-1967
(1993).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου