Το ιστολόγιο μας

Η Θεωρητική Κατεύθυνση του 1ου ΓΕΛ Αγίου Αθανασίου

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012


Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)
 Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη (Βιζώ ή Βίζα) της Ανατολικής Θράκης, το 1849. Αν και υπάρχουν σκοτεινά σημεία σχετικά με την οικογε­νειακή κατάστασή του, ωστόσο είναι βέβαιο ότι έχασε μικρός τον πατέρα του και μαζί με τα αδέρφια του μεγάλωσε μέσα σε δυσκολίες και στερήσεις με μοναδικό στήριγμα τη μητέρα τους, για την οποία ο συγγραφέας έτρεφε αισθήματα λατρείας. Παιδί στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μαθητευόμε­νος σε ραφτάδικο. Στη συνέχεια, τον πήρε υπό την προστασία του ο έμπο­ρος Γιάγκος Γεωργιάδης, δίπλα στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την εκκλη­σία και τα γράμματα. Ακολούθησε η μακρά παραμονή του στην Κύπρο, όπου θήτευσε στην καλογερική ζωή με σκοπό να γίνει κληρικός. Η θερμή φύση του όμως και η μεγάλη του επιθυμία για μόρφωση τον έφεραν ξανά στην Κωνσταντινούπολη. Ο αρχιερέας Σύρου Λυκούργος τον σύστησε στον φιλάνθρωπο Γ. Χασιώτη, με τη βοήθεια του οποίου φοίτησε στην ιερατική σχολή της Χάλκης. Εκεί γνωρίστηκε με τον τυφλό ποιητή Ηλία Τανταλίδη και άρχισε ουσιαστικά η ενασχόλησή του με την ποίηση.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βιζυηνού, με τίτλο Ποιητικά πρωτόλεια (1873), προκάλεσε επαινετικά σχόλια, που έγιναν αφορμή να γνωριστεί με τον μαικήνα της εποχής, Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον πήρε έκτοτε υπό την προστασία του. Τον Σεπτέμβριο του 1873 ήλθε στην Αθήνα, τελειόφοιτος μαθητής στο γυμνάσιο της Πλάκας. Μαζί του είχε φέρει από τη Χάλκη το επικολυρικό ποίημα «Κόδρος», το οποίο ξαναδουλεμένο υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό και κέρδισε το πρώτο βραβείο (διαγωνιζόμε­νος με μεγάλα ονόματα της εποχής). Αφού φοίτησε μια χρονιά στη Φιλοσο­φική Σχολή της Αθήνας, έφυγε για σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας, όπου άρχισε η δημιουργικότερη περίοδος της ζωής του. Σπούδασε φιλολο­γία, φιλοσοφία, ψυχολογία και αισθητική και η διδακτορική του διατριβή με τίτλο Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική εκδόθηκε στη Λειψία.
Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές, ο Βιζυηνός μελετούσε γερ­μανική λογοτεχνία, κλασική και νεότερη, και έγραφε συνεχώς στίχους. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε η συλλογή Αρες, μάρες, κουκουνάρες, την οποία υπέβαλε, το 1876, στο Βουτσιναίο διαγωνισμό, κερδίζοντας και πάλι το βραβείο. Αργότερα αυτή η συλλογή κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τον «σο­βαρό» τίτλο Βοσπορίδες Αύραι.
Με αφετηρία τη Γερμανία, ο Βιζυηνός ταξίδεψε στη γενέτειρα Βιζύη, την Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο, το Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύ­ουσα γνωρίστηκε με τον Δ. Βικέλα. 'Ηταν η εποχή που στην Ελλάδα το εν­διαφέρον της πνευματικής ζωής στρεφόταν στις λαογραφικές μελέτες, οι οποίες στόχευαν να αναδείξουν τη συνέχεια του ελληνισμού. Με παρακίνη­ση του Βικέλα, ο Βιζυηνός στράφηκε στις παιδικές μνήμες και στα βιώματά του και άρχισε να γράφει τα αυτοβιογραφικά διηγήματα, τα οποία έμελλαν να του χαρίσουν δάφνες.
Η ζωή, όμως, δεν στάθηκε μέχρι το τέλος γενναιόδωρη απέναντί του. Με­τά τον θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη, το 1884, πέρασε μια δύσκολη οικο­νομικά περίοδο, στα προβλήματα της οποίας δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει. Βυθίστηκε σε μια ψύχωση και, μαζί, στη δίνη ενός παράλογου έρωτα για τη μικρή Μπετίνα Φραβασίλη, στο παιδικό προσωπάκι της οποίας ο διαταραγ­μένος πλέον νους του συγκέντρωσε όλες τις ελπίδες για ευτυχία και αναγνώ­ριση. Ο επίλογος της ζωής του γράφτηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο, όπου πέθανε, στις 15-4-1896.
Το λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού έχει οργανική σχέση με την περιπέτεια της ζωής του. Τα παιδικά βιώματα της Βιζύης και τα ερεθίσματα που εί­χε, τόσο από τη γνωριμία του με φωτισμένους άνδρες της εποχής όσο και από τα συνεχή ταξίδια του, υπήρξαν η βάση για το ποιητικό και το πεζογρα­φικό του έργο. Αναδείχθηκε αξιόλογος ποιητής με τις συλλογές Ατθίδες αύραι, Βοσπορίδες αύραι, τα παιδικά ποιήματα και τις μπαλάντες του (βαλλί-σματα). Την επίζηλη όμως θέση στα ελληνικά γράμματα την κατέκτησε με το πεζογραφικό έργο του, δηλαδή με τα αυτοβιογραφικής αφετηρίας διηγήμα-τά του, και, κατά δεύτερο λόγο, με τις αισθητικές και φιλολογικές μελέτες του, μεταξύ των οποίων είναι: η διδακτορική του διατριβή που αναφέρθηκε παραπάνω, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω, Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας, κ.ά.
Τα διηγήματα γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1883-1895 και είναι, κατά χρο­νολογική σειρά έκδοσης: Το αμάρτημα της μητρός μου, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως, Αι συνέπειαι της πα­λαιάς ιστορίας, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον και Μοσκώβ Σελήμ.
Με βάση τα θρακιώτικα βιώματα, τη φαναριώτικη λογιοσύνη και την ευ­ρωπαϊκή μόρφωση, ο Βιζυηνός έγραψε τα διηγήματά του τηρώντας το μέτρο της αισθητικής σε όλα τα επίπεδα: στο περιεχόμενο (μη ξεπέφτοντας σε μελοδραματισμούς), στη γλώσσα (κρατώντας τα ζωντανά λαϊκά και λόγια στοι­χεία), στη διαγραφή των χαρακτήρων (διατηρώντας τους ήρωές του στις αν­θρώπινες διαστάσεις τους). Αναδεικνύεται έξοχος ανατόμος της ανθρώπι­νης ψυχής, η οποία αντιπαραβάλλει στην αδυσώπητη μοίρα τη δύναμη και το μεγαλείο της.




Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Εργογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1851 στη Σκιάθο, όπου και πέθανε στις 2 Ιανουαρίου του 1911. Πατέρας του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, από ναυτική οικογένεια του νησιού, και μη­τέρα του η Γκιουλώ (Αγγελική) Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά που εγκαταστάθηκε στη Σκιάθο στο τέλος του 18ου αιώνα. Ο Αλέ­ξανδρος, το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, τελείωσε το Δημοτικό και τις δύο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου (1856-62) στην ιδιαίτερη πατρί­δα του και ακολούθως φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο Σκοπέλου, στα Γυμνάσια Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας, απ' όπου πήρε το απολυτήριό του (1874). Σ' όλο αυτό το διάστημα υποχρεώθηκε να διακόψει επανειλημμένα τη φοίτησή του εξαιτίας πολύ σοβαρών οικονομι­κών δυσχερειών. Το 1872 επισκέφθηκε το Άγιον Όρος, όπου και παρέμεινε μερικούς μήνες. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή και παρακολού­θησε ορισμένα μαθήματα, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο. Έμαθε μόνος του αγγλικά και γαλλικά και μελέτησε ξένη λογοτεχνία. Μέσω του εξαδέλφου του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη γνωρίστηκε με λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους και άρχισε να δημοσιεύει έργα του σε εφημερίδες και περι­οδικά της εποχής (Ραμπαγάς, Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης, Μη χάνε­σαι, Ακρόπολις, Εφημερίς). Παράλληλα συνεργάζεται με διάφορα έντυπα ως δημοσιογράφος και μεταφραστής λογοτεχνικών έργων (των Ντοστογιέφ­σκι, Τουργκένιεφ, Ονέ, Μωπασσάν κ.ά.). Η ζωή του είναι αρκετά ιδιόρρυθ­μη και μοναχική (γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε κοσμοκαλόγηρος), μοιρασμέ­νη ανάμεσα στο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο του, στις συχνές επι­σκέψεις του στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στις αγρυπνίες που γίνονταν στον Άγιο Ελισσαίο στο Μοναστηράκι, όπου εκτελούσε και χρέη δεξιού ψάλτη. Το Μάρτιο του 1908, λίγο πριν εγκαταλείψει την πρω­τεύουσα, οργανώνεται στο φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» γιορτή για την 25χρονη παρουσία του στα γράμματα, στην οποία ο ίδιος αρνείται να παρευρεθεί. Λίγες μέρες αργότερα (τέλη Μαρτίου 1908), φεύγει οριστικά από την Αθήνα, για να επιστρέψει στην αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πε­θαίνει από πνευμονία μετά από τρία χρόνια. Λίγες ώρες πριν πεθάνει του απονεμήθηκε το παράσημο του αργυρού σταυρού του Σωτήρος.
Πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης το 1879 με το ρομαντικό μυθιστόρημα Η μετανάστις που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντι­νούπολης με όνομα συγγραφέα Α. Πδ. Στην Αθήνα έκανε την πρώτη του εμ­φάνιση το 1881, με το ποίημα «Δέησις» στο περιοδικό Ο Σωτήρ. Ακολου­θούν τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα Οι έμποροι των εθνών (1882, στην εφημερίδα Μη χάνεσαι με το ψευδώνυμο Μποέμ), Η γυφτοπούλα (1884, στην εφημερίδα Ακρόπολις), το ηθογραφικό έργο Χρήστος Μηλιόνης (1885, στο περιοδικό Εστία). Δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα, «Το Χριστόψωμο» το 1887, στην εφημερίδα Εφημερίς. Ακολουθούν 169 διηγήματα που δημοσιεύονται σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ κ.ά.). Όσο ζούσε δεν ευτύχησε να δει τα έργα του τυπωμέ­να σε βιβλίο.
Το έργο του Παπαδιαμάντη απαρτίζεται από αφηγηματικά κείμενα (διη­γήματα και μυθιστορήματα), μερικά ποιήματα, άρθρα και μελέτες, και πολυ­άριθμες μεταφράσεις από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Σύμφωνα με την πρό­ταση του Κ. Στεργιόπουλου (Στεργιόπουλος Κ., 1986: 57-60), το πεζό αφηγη­ματικό έργο του Παπαδιαμάντη μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους. Η πρώτη (1879-1885) περιλαμβάνει τα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματα που αναφέρονται παραπάνω. Η δεύτερη περίοδος (1887-1896), που εγκαινιάζε­ται με το «Χριστόψωμο» και κλείνει με το «Έρως-Ήρως» (Πρωτοχρονιά του 1897, Ακρόπολις), περιλαμβάνει 46 διηγήματα. Τα πιο αντιπροσωπευτι­κά είναι: «Υπηρέτρα» (1888), «Η σταχομαζώχτρα» (1889), : «Μαυρομαντη-λού» (1891), «Φτωχός Άγιος» (1891), «Στο Χριστό στο Κάστρο» (1892), «Οι Χαλασοχώρηδες» (1892), «Λαμπριάτικος Ψάλτης» (1893), «Βαρδιάνος στα Σπόρκα» (1893), «Η νοσταλγός» (1894), «Ο Έρωτας στα χιόνια» (1896). Η τρίτη περίοδος (1898-1910) περιλαμβάνει 92 διηγήματα, από τα οποία πιο αντιπροσωπευτικά θεωρούνται τα «Όνειρο στο κύμα» (1900), «Η Φαρμακο-λύτρια» (1900), «Υπό την Βασιλικήν δρυν» (1901), «Η Φόνισσα» (1903), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» (1906), «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια» (1907-08), «Το Μυρολόγι της φώκιας» (1908). Μετά το θάνατο του συγγρα­φέα δημοσιεύτηκαν 31 ακόμη διηγήματα, με σημαντικότερα τα: «Τ'Αγγέλιασμα» (1912), «Φλώρα η Λαύρα» (1925), «Ιατρεία της Βαβυλώνας» (1925).
Κατ' εξοχήν διηγηματογράφος, ο Παπαδιαμάντης αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Η παραγωγή της δεύτερης περιόδου, όπως σημειώνει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, είναι περισσότερο ηθογραφι­κή, ενώ αυτή της τρίτης περιόδου διακρίνεται κυρίως από κριτική ρεαλιστι­κή προσέγγιση των θεμάτων και από μια στροφή προς αυτοβιογραφικά αφη­γήματα στα οποία ο «χαμένος» εαυτός ή παράδεισος αναδημιουργούνται μέσω της γραφής (π.χ. «Δαιμόνια στο ρέμα», «Όνειρο στο κύμα», κ.ά.).

 Αὐτοβιογραφικὸ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
Τὸ σύντομο βιογραφικὸ ποὺ ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ὁ πεζογράφος γιὰ τὸν ἑαυτό του κατὰ παράκληση τοῦ Γιάννη Βλαχογιάννη ἀναφέρει ὅτι:
Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π.»

Μαρία Πολυδούρη
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολο­κλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσ­σηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νο­μαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστη­μα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραι­ότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυω­τάκη. Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Απαντά της). Οι στίχοι της εί­ναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Νεορομαντισμού και του Νεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθη­μάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.


Νίκος Εγγονόπουλος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ποιητής και ζωγράφος, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθή­να το 1907 από πατέρα Κωνσταντινοπολίτη και μητέρα Αθηναία. Τα παιδι­κά του χρόνια τα πέρασε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ τις γυμνασιακές του σπουδές τις ολοκλήρωσε στο Παρίσι και επέστρεψε για να υπηρετήσει τη θητεία του. Η οικογένειά του τον προόριζε για γιατρό, αλλά ο ίδιος γράφτη­κε (1932) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου είχε καθη­γητές, μεταξύ άλλων, τον Κ. Παρθένη και τον Γ. Κεφαλληνό και συμφοιτη­τές του τον Γ. Μόραλη και τον Δ. Διαμαντόπουλο. Μετά την αποφοίτηση του από τη Σχολή, μαθήτευσε πλάι στον Φ. Κόντογλου.
Το 1940-41 στρατεύτηκε και υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Συνελήφθη αιχμάλωτος των Γερμανών και κρατήθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου κατάφερε να δραπετεύσει. Διετέλεσε επιμελητής, στη συνέχεια τακτι­κός καθηγητής (1964-73) και, μετά τη συνταξιοδότησή του, ομότιμος καθη­γητής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Πέθανε το 1985 στην Αθήνα και κηδεύτηκε στο Α' Νεκροταφείο με δημόσια δαπάνη.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1938, από τις σελίδες του περιοδι­κού Κύκλος του Απόστολου Μελαχρινού. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, η οποία προκάλε σε εντονότατες αντιδράσεις, ως και την παρωδία των ποιημάτων του, ελλεί­ψει ίσως άλλων, σοβαρότερων, επιχειρημάτων. Την επόμενη χρονιά (1939), εξέδωσε Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής, συλλογή που γνώρισε ανάλογη υπο­δοχή. Αντίθετα, το επόμενο συνθετικό του ποίημα Μπολιβάρ που εκδόθηκε στο τέλος της κατοχής (1944), γνώρισε θετική υποδοχή, είτε γιατί το αναγνω­στικό κοινό αισθανόταν πλέον πιο εξοικειωμένο με τη νεωτερική ποιητική έκφραση, είτε γιατί διαβάστηκε με υπερτονισμένη την εθνική του διάσταση. Οι επόμενες ποιητικές συλλογές, Η επιστροφή των πουλιών (1946) και Ελευ-σις16 (1948), αντιμετωπίστηκαν, επίσης, θετικά, ενώ το βιβλίο του Εν ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957) απέσπασε το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έπειτα από μια εικοσαετία κυκλοφόρησε την τελευταία του ποιητική συλλογή, Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες (1975), η οποία περιλαμβάνει και μεταφράσεις ξέ­νων ποιημάτων (Δάντη, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, κ.ά.) και τιμήθηκε, επίσης, με το κρατικό ποιητικό βραβείο. Το 1980 κυκλοφόρησε το μελέτημά του Ο Κα­ραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών, ενώ δύο χρόνια μετά τον θάνατό του, το 1987, συγκεντρώθηκαν σε μια έκδοση με τον τίτλο Πεζά Κείμενα ποι­κίλα σημειώματα, άρθρα κ.λπ. του ποιητή. Τέλος, το 1993 εκδόθηκε μια σειρά επιστολών του προς τη σύζυγό του Λένα, υπό τον γενικό τίτλο και σ' αγα­πώ παράφορα.
Ποιητικές συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα κλειδοκύμ­βαλα της Σιωπής (1939), Επτά ποιήματα (1944), Η Επιστροφή των Πουλιών (1946), Ελευσις (1948), Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω (1957), Ποιήματα Α' και Β' (1977, συγκεντρωτική έκδοση των προηγούμενων συλλογών, μαζί με το εκτε­νές ποίημα Ο Ατλαντικός), Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (1978). Ποιήματα: Μπολιβάρ (1944), Ο Ατλαντικός (1954), Η Εικών (1962), Σύντομος βιογρα­φία του ποιητού Κωνσταντίνου Καβάφη (1968), Των ιερών Εβραίων (1969), Ου δύναταίτις δυσίκυρίοις δουλεύειν (1969), Ημπαλλάντα του Ισιδώρου-Σι-δερή Στέικοβιτς (1971), Η σημαία (1972), Ένα όνειρο: η ζωή (1972), Ηβυκάνη (1974), Η Γιαβουκλού (1981), Τα γαρούφαλα (1983). Ζωγραφική: Για τη Ζωγραφική (1963), Ελληνικά Σπίτια - Λεύκωμα με έγχρωμους πίνακες (1972). Μελέτες, κείμενα, επιστολές: Ο Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό Θέατρο σκιών (1980), Πεζά Κείμενα (1987), ... και σ' αγαπώ παράφορα, Γράμματα στην Λένα 1959-1967 (1993).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου